Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Κι έπειτα ο καιρός ήταν φοβερός και δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του. Έβηχε, και ένας χαμάλης του έφερνε πότε πότε λίγο ζεστό γάλα. Τι καιρός ήταν; Τι καιρόςεπανέλαβε ο Τζατσίντο και σήκωσε το κεφάλι για να δει γύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η νύχτα ήταν όμορφη.

Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γυιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι. Η μάννα, που να είταν άλλη φορά, τα ρούχα της θάσκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξη να τονε ρωτήση ποια είταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

Ο Λέοντας σ' αυτή την περίσταση δε φάνηκε μήτε Μακέλλης, μα μήτε και Μέγας. Όχι δα πως στάθηκε κι αυτό ολέθριο κακό, αφού, καθώς κι αλλού είπαμε, πιώτερο καλό καταντούσε να μας κάμνουν οι καινουριοαίματες αυτές φυλές όταν καταστάλαζαν, παρά βλάβη. Αγκαλά πολύ λίγοι αυτής της παρέας έμειναν ως τέλος μέσα στον τόπο, καθώς θα δούμε.

Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ' άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνη Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταντάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικά μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ' αυτό το παλάτι. Ως και τόνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει. Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι.

Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670

Εναντιώνεται ο χωριάτης, ζητάει να περάση, πιάνουνται στα λόγια, θυμώνει ο Μωραΐτης, του καταφέρνει μια του χωριάτη, και τον αφίνει στον τόπο. Εκείνη την ώρα έβγαιναν και τα παλικάρια της Άθήνας αρματωμένα, να πολεμήσουνε με τους εχτρούς και να γλυτώσουν από τη σκλαβιά την πατρίδα τους.

Μα και περισσότεροι τη φτονούσαν. Γιατί στον τόπο της ο ήλιος έβγαινε μεγαλόδωρος σαν κανίσκι βασιλικό. Η μέρα γέλαε κ' η νύχτα μάγευε. Θάλασσα γεμάτη άρμενα, κάμποι μεστοί γεννήματα· κοπάδια στις πλάγιες, κορφές δασοντυμένες. Θεοί γεννιόνταν στις ακροποταμιές και στα ρυάκια λούζονταν νεράιδες.

Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνη. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα. Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήση με τους άλλους; Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξη; Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω; Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι! Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω.

Εσουράβλισαν στο στόμα, στα ρουθούνια του μ' έναν αχνό, που θάλεγες κι αλαφροκάπνιζε του Λιάρου η παιδιακή ψυχή. Τέντωσε τα πόδια του δεμένα ακόμα. Ανακόρδισε τάψυχό του κορμί. Ελαχτάρισε μια, κ' έμεινε μάρμαρο στον τόπο του, απ το κεφάλι ως την ουρά. Ο μακελάρης τόρα μόλις ανάσυρε και χέρι και μαχαίρι, από το λάρυγγα το σπαραγμένον του νεκρού.

Τα σπίτια μου φάνηκαν αλλοιώτικα, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, το μεσοχώρι αλλοιώτικο... Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει χτες. Υπόθεσα ότι έγεινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι' ότι είστε όλοι φερτικοί από μακρυνόν τόπο.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν