Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Δεν είσαι πεια ασφαλισμένος στην καλύβα του δασοφύλακα. Φεύγα, φίλε. Ο Περινίς ο Πιστός θα κρύψη αυτό το σώμα στο δάσος, τόσο καλά που ποτέ δε θα μάθη τίποτα ο Βασιληάς. Αλλά συ, φεύγα απ' αυτόν τον τόπο, για τη σωτηρία τη δική σου και τη δική μου». Ο Τριστάνος είπε: «Πώς θα μπορέσω να ζήσω; — Ναι, φίλε Τριστάνε, είμαστε σα ραμμένοι κ' είμαστε σα δεμένοι σε μια ζωή, ο ένας με τον άλλο.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλετην κεφαλή καλύπτρη. να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδιατην παλάμη, χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, η Καλυψώτο δώμα της η αθάνατη επανήλθε• τα ξύλα εκείνος έκοβε, καιτο έργον επροχώρει• όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτάτην στάφνη. 245 ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι απλαίςεκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 και με λοστούς την έσυρετην θάλασσα την θεία.

Πατέρα, θα τον κρατήσης και ο γυιός σου κατόπιν θα τον κρατήση κατόπιν σου. Στον Βασιληά Μάρκο θα δώσω το σώμα μου. Θ' αφήσω αυτόν τον τόπο, αν και μου είναι πολύ αγαπητός, και θα πάω να υπηρετήσω τον κύριό μου τον Βασιληά Μάρκο της Κορνουάλλης. Αυτή είναι η σκέψις μου.

Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύοτρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.

Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· 500 Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε. Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, 505 Ας σταθούμε επιζωής μας. Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο. 510

Άλλο του έργο ακόμα πιο σημαντικώτερο, το μεγάλο το Τείχος πούστησε έξω κ' έξω από τα προτερινά τειχίσματα της Πρωτεύουσας, να διαφεντεύη κάθε ξωχώρι από Σλάβους κι από Βουλγάρους, μα κι από τους Φοιδεράτους ακόμα· τετρακόσα είκοσι στάδια από τη Μαύρη θάλασσα ως την Προποντίδα, και με πύργους στεριούς από τόπο σε τόπο, που τους αποτέλειωσε κατόπι ο Ιουστινιανός.

Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ' εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι' ακόμη πάρα πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. — Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ' έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο.

Όμως είναι φανερόν ότι ήταν ο πρώτος, που αναγνώρισε ποτέ, ότι το κλειδί της αισθητικής εκλεκτικότητος είναι η αρμονία όλων των αληθινά ωραίων πραγμάτων ασχέτως με χρόνο ή τόπο, σχολήν ή τεχνοτροπία.

Οι ναύτες άπλωναν κι' όλα τα πανιά, και σήκωναν την άγκυρα για ν' αρμενίσουν στην ανοιχτή θάλασσα. «Ο Θεός να σας φυλάη, άρχοντες, ο Θεός να σας βοηθήση να κάνετε καλό ταξείδι. Για ποιον τόπο είσαστε; — Για το Τινταγκέλ. — Για το Τινταγκέλ; Α! άρχοντες πάρτε με και μένα!». Μπαίνει μέσα. Ευνοϊκός αέρας φουσκώνει τα πανιά, το καράβι τρέχει στα κύμματα.

Τα ονόματα ποιος θα τα βρη; Και ποιος θα πη πως εκείνος που τα βρήκε, δεν πλούτισε συνάμα και τον τόπο του και τους άλλους τόπους; Για να τα βρη όμως, πρέπει πρώτα πρώτα στη γλώσσα του να τα γυρέψη.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν