Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Μ' αφτούς τότε έσμιξα κι' εγώ σαν έφτασα οχ την Πύλο, πέρα από τόπο μακρινό, τι μ' έκραξαν μονάχοι. 270 Και πολεμούσα τότε εγώ στο μέρος τα δικό μου· όμως δε θρέφει τώρα η γης θνητό που θα μπορούσε να βγει μ' εκείνα τα θεριά. Τέτιοι ήρωες εμένα στις συβουλές μου πρόσεχαν, τα λόγια μου αγρικούσαν. Μα λέω ακούστε με κι' εσείς και δε θα μετανιώστε.
ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό. «Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο. Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα!
Αν πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης τη συμβουλή δε θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε ένα από τα δύο. Αυτός μ' όλη την επιθυμία, πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά.
Όλοι τους είταν κληρωτοί, κ' έφευγαν από τον τόπο τους για το στρατό, κατεβασμένοι άλλοι από της Αράχωβας τις ψηλές ράχες, άλλοι από του Λοιδωρικιού τα βουνά, κι άλλοι από τις μυρωμένες πρασινάδες και τα κρύα νερά του Χρισσού.
Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου; — Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα.
Ω φαντασία ζωντανή, που στα μυαλά φωλιάζεις· 5 Κι οπού με χέρι δυνατό κρατάς και τα υποτάζεις. Οπού σοφών και παλαυών εσύ το νουν ορίζεις, Τους στοχασμούς τους, κυβερνάς. τα έργα τους διορίζεις. Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο, Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο. 10 Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστυμάτων βρύσι, Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι.
Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ' ένα ρομάντζο, να προσέχη μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξη πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προσέξη που να ξεχάση τον τόπο και να βλέπη την ψυχή μονάχα.
Θάτανε μεγάλη αμαρτία να τους χτυπήσω. Κι' αν ξυπνούσα τον Τριστάνο κ' ένας από τους δυο μας έμενε στον τόπο, πολύν καιρό θα μιλούσαν στη χώρα γι' αυτή την ντροπή, Αλλά θα κάμω έτσι ώστε, ξυπνώντας, να καταλάβουν, ότι τους έπιασα κοιμισμένους, ότι δε θέλησα το θάνατό τους, και ότι ο Θεός τους λυπήθηκε». Ο ήλιος, περνώντας από της χαραματιές, έκαιγε το πρόσωπο της Ιζόλδης.
Ω διάολε! τι ανακατώνεται αυτός στα οικιακά του; Θες από τα πολλά παθήματα θες από την αδυναμία του ο Αριστόδημος κατάντησε να υποψιάζεται όλον τον κόσμο. Τους γειτόνους του, ακόμα και τους φίλους του, δεν τους φανταζότανε παρά ένα κοπάδι από λύκους, έτοιμους να χυθούν και να διαγουμίσουνε τον τόπο του. Όσο του έδιναν ήταν καλοί και τους αποθέωνε.
Σε λίγο, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ντύθηκαν σαν προσκυνητές, πήραν ρόπαλα και κάπες, σα νάθελαν να πάνε να προσκυνήσουν τ' άγια λείψανα σε μακρυνό τόπο. Απεχαιρέτισαν τον Δούκα Χοέλ. Ο Τριστάνος πήρε μαζύ τον Γκορνεβάλη, κι' ο Καερδέν έναν ιπποκόμο μοναχά. Μυστικά, αρμάτωσαν ένα καράβι κι' αρμένισαν για την Κορνουάλλη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν