United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλή σου νύκτα κι’ αγαθή! Το στήθος σου να είναι αναπαυμένον κ' ήσυχον καθώς το ιδικόν μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Μ' αφίνεις; κ' ευχαρίστησιν δεν θέλεις να μου δώσης; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποίαν ευχαρίστησιν απόψε περιμένεις; ΡΩΜΑΙΟΣ Το τάγμα της αγάπης σου αντί της ιδικής μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και μη δεν σου την έταξα και πριν μου την ζητήσης; Και όμως θα μου ήρεζε να μη την είχα δώσει.

Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.

Τούτα μου είπε, και η καρδιάτο στήθος μου ερραγίσθη. κ' έκλαια καθήμενοςτον άμμο, και η ψυχή μου να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. 540 και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης•

Πρώτη φορά στη ζωή της δοκίμαζε ένα παράξενο συναίσθημα: την ανάγκη να κινηθεί, να κάνει κάτι για να βοηθήσει την οικογένεια. «Α!» είπε η ντόνα Έστερ και σηκώθηκε, διπλώνοντας το σάλι επάνω στο στήθος της, «πρέπει να έχουμε υπομονή και φρόνηση. Θα πάω στης Καλίνα και θα την παρακαλέσω να κάνει υπομονή.» «Εσύ, αδελφή μου; Εσύ στο σπίτι της τοκογλύφου; Εσύ, η ντόνα Έστερ Πιντόρ

Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο ίδιος: ΦΛΕΡΗΣΕγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

Ευθύς μόλις το άνοιξα πέφτει στα μάτια μου ένας τριανταφυλλί φιόγκος, που τον είχεν η Καρολίνα στο στήθος όταν την πρώτη φορά την εγνώρισα και που κάμποσες φορές της τον είχα ζητήσει. Μαζί μ' αυτόν ήταν δύο βιβλία σε μικρό σχήμα, ο Όμηρος στην έκδοση, του Βετστάιν, που συχνά την επιθύμησα, για να μη φορτόνωμαι στον περίπατο την έκδοση του Ερνέστου.

Αμ τις προάλλες πούμαστε φερμένες εγώ με τις κόρες μου και μας έμεινε στα χέρια μισήν ώρα, ξερή !. . ήτονε μονάχη της- ήτον και η Ευρυδίκη-γύρισε και ρώτησε την Μπιμπίκα-ας είναι . . . αν δεν ήμαστεν εμείς. . είδαμε και πάθαμε να τη συνεφέρουμε-γυναίκες ολομόναχες-πήγα να παλαβώσω. . είναι και η ευτύνη ξέρεις ! γιατί έπειτα σου λέει άλλος- Άσ' τα τώρα, Κυρά Χαρζανοπούλου! είπε ο γιατρός, σταθήτ’ απ’ το κρεββάτι!. . σταθήτε από 'κεί δα!. . μη μου κλείνετε το φως να δούμε τι θα κάνουμε. . . Έπιασε πάλι το σφιγμό της Βεργινίας με το ρωλόϊ στο χέρι. . έβαλε ταυτί του στην καρδιά της. . . Έπειτα έχυσ' αιθέρα στα χέρια του και της έτριψε τα μηλίγγια. . της έτριψε τα χέρια και τα πόδια. . . Έξαφνα άνοιξε η Βεργινία τα μάτια της και το στόμα της άρχισε ναναπνέη αργά. . . Κ’ η αναπνοή της γινόταν ολοένα πιο βαθειά. . το στήθος της ανασηκωνότανε σα να φούσκωνε απομέσα του ένα κύμα να ξεσπάση. . . Ο γιατρός γύρισε να δη το Νίκο που στεκόταν πίσω του, ακκουμπηστός στο κρεββάτι: σούρωσε τα χείλια του και τανέβασε ως τη μύτη του. . . Ο Νίκος έβλεπε της Βεργινίας τα καμώματα μ’ όλη την ψυχή του χυμένη στα μάτια του. . . Ακουγόταν τώρα η αναπνοή της Βιργινίας σαν ανάλαφρο ροχαλητό ανθρώπου βαριοϋπνιασμένου. . άνοιγε το στόμα της και τάφηνε λίγην ώρα ανοιχτό. . . και το ξανάκλεινε αργά, παράξενα σα μ’ ένα μηχανισμό, αλλοιώτικα από άνθρωπο: όπως τα ψάρια που τα πετάει το κύμα στο γιαλό. . κι ολοένα πιο πολύ το στόμα της άνοιγε και πιο πολλήν ώρα έμενε ανοιχτό, στυλωμένο τώρα, σαν πόρτα που δεν ξαναπέφτει να κλείση. . . Η Λιόλια κύτταζε με το κλαμένο πρόσωπό της ξαστρωμένο πάλι, σαν κρυφοχαρούμενη πούβλεπε τη Βεργινία νανοιγοκλείνη το στόμα, να ξαναζωντανεύη. . . Τι κάνει έτσι, γιατρέ; τ' είν' αυτό που κάνει ; φώναξε ο Νίκος του γιατρού με τρόμο- Δεν είν' καλά η γυναίκα σου ! Η Χαρζανοπουλίνα κ' η κόρη της που στέκονταν εκεί κοντά, κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους κ' η γριά κούνησε το χέρι της σα νάλεγε για κάποιον πως έφυγε και πάει: Δεν τη βλέπεις, Κυρ Νίκο μου ; δεν τη βλέπεις που τελειώνει και σ' αφήνει γεια; . . .Τα μάτια της Βεργινίας είχαν ανοίξει διάπλατα: κύτταζαν αχνά και ξέξασπρα το Νίκο, κατάματα. . κι όλο άνοιγαν πιο πολύ, σα να θέλανε να βγουν απ’ τις κόγχες τους να πεταχτούν απάνω του, κ’ οι κόρες τους μεγαλώνανε σκοτιδιασμένες σα δυο βαθειές τρύπες. . . Βεργινία !!-ξεφώνισε ο Νίκος. . . Βεργινία μου!!.. κ'έπεσε γονατιστός, μ’ έναν πνιγμένο λυγμό, μπροστά στο κρεββάτι και της έπιασε το χέρι . . Οι δυο βαθειές τρύπες των ματιών της Βεργινίας αποπάνω απ’ το κεφάλι του Νίκου μαυρίζανε σαν πηγάδιαΆξαφν’ άνοιξε η Βεργινία το στόμα της ακόμα περισσότερο και δεν το ξανάκλεισε πια-τα μάτια της θολώσανε-σα να πέρασ’ ένα σύννεφο ψηλά, ένας αχνός αποπάνω τους-κι απόμειναν εκεί δα, ορθάνοιχτα, στυλωμένα απάνω στο πρόσωπο του Νίκου Ο γιατρός σηκώθηκε: Δεν είχε δύναμη η καρδιά της-είπε.

Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.

Αυτή τη νύκτατρέμω να το πωτην κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφιγμένη καλά στο στήθος μου και εσκέπαζα με αναρίθμητα φιλιά το στόμα που εψιθύριζε λόγια αγάπης. Το μάτι μου έπλεε στη μέθη του ιδικού της! Θεέ μου είμαι αξιοτιμώρητος που αισθάνομαι και τώρα ακόμη ευτυχίαν όταν θυμάμαι αυτές τις φλογερές ηδονές; Καρολίνα!

Και εδείκνυε τόσην επιμέλειαν εις το έργον τούτο, τόσω δε αγαθόν μειδίαμα υπήρχεν εις τους γλαυκούς οφθαλμούς του, ώστε ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι αυτός ήτο ο τρομερός άνθρωπος της προτεραίας. Διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του ο νεαρός πατρίκιος ήρχισε να σκέπτεται τι να συνέβαινε τάχα εις το στήθος ενός αγροίκου, ενός θεράποντος και βαρβάρου.