Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Τότε έκραξε δύο σκλάβους και τους λέγει· πιάσετέ την, βάλλετέ την κατά γης γυμνήν με το υποκάμισον και δώσατέ της εις το στήθος και εις τα μηριά τόσες ραβδιές, έως που να τρέξουν τα αίματα· έπειτα να την αποκεφαλίσατε και να την ρίξητε εις τον Τίγρην ποταμόν. Και όταν οι Αραπάδες άρχισαν να με δέρνουν, εφώναζα έλεος και συμπάθειαν.
Κάτω από τα δέντρα, δίχως μιλιά, την έσφιξε στο στήθος του. Σφιχτά δέθηκαν τα μπράτσα τους γύρω από τα κορμιά τους, και ως την αυγή, σαν τυλιγμένοι με σχοινιά, έμειναν έτσι. Παρά τον Βασιληά και όλους τους φρουρούς του κόσμου, οι αγαπημένοι εγλέντησαν τη χαρά τους και την αγάπη τους. Αυτή η νυχτιά ξετρέλλανε τους αγαπημένους.
ΡΩΜΑΙΟΣ Ένα δαυλόν εμένα. Εσείς, που έχετ' ελαφρόν κι’ απλήγωτον το στήθος ταις ψάθαις γαργαλίσετε απόψε με τα πόδια . Εγώ το φως θα σας κρατώ, κ' οι άλλοι ας πηδήξουν. Έλα, μη χάνωμεν καιρόν, και φέγγομεν τον ήλιον. ΡΩΜΑΙΟΣ Πώς τούτο; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Θέλω να ειπώ 'ξοδεύομεν του κάκου τα φώτα, 'σαν να καίωμεν το μεσημέρι λύχνον. Το νόημά μου κύτταξε, και άφηνε τα λόγια.
Κατόπι γύρω φόρεσε τα δίχουφτα στο στήθος τσαπράζα τ' αδερφού Λυκά, και τούρθαν στο κορμί του.
Μέσα στο φως του φεγγαριού κατά πως είταν ψηλός και λιγνός με το μπουζούκι τεντωμένο απάνω στο στήθος του, με την κοντή ρεμπούπλικα προς τα πίσω, είταν όλος αίσθημα, όλος πόνος, όλος γλύκα, όλος παρακάλια· με το κεφάλι τεντωμένο τον ανήφορο, με τα μάτια κολλημένα στα κλειστά παράθυρα. Πήρε έναε αμανέ παθητικό, βαθύ, με γερή φωνή.
Τα ψυχρά των χείλη εζητούσαν τα ιδικά μου. Επάθαινα δύσπνοιαν από το βάρος του πλήθους αυτού. Αηδία, την οποίαν καμμία λέξις εδώ κάτω δεν ημπορούσε να χαρακτηρίση, εφούσκωνε το στήθος μου και βαρείες αναθυμιάσεις μου επάγωναν την καρδιά. Ένα λεπτόν ακόμη και επείσθην ότι τα βάσανά μου θα ελάμβανον τέλος. Ησθάνθην σαφώς ότι το σχοινί ήρχισε να ξετεντώνεται.
Οι γέροι μένουν, οι νέοι φεύγουν!» Αναστέναξε και έσκυψε για να δει και να διορθώσει τα κοράλλια στο στήθος της. Διηγήθηκε για τον καιρό που κι εκείνη πήγαινε στο πανηγύρι με τον άντρα της, την κόρη της και τις καλές της γειτόνισσες. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς το παλιό νεκροταφείο. «Αυτές τις μέρες μου φαίνεται πως βλέπω αναστημένους όλους τους πεθαμένους.
Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσει.» Τότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.
Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.
Μόλις έχει την δύναμιν το στήθος ημών να εκπνεύση την υστάτην αυτού πνοήν· αλλά το ύστατον όμως και θνήσκον ημών βλέμμα ατενίζει πάντοτε προς τον απατηλόν εκείνον αντικατοπτρισμόν, τον ακτινοβολούντα εις τα βάθη του ορίζοντος. Ω! αν είχομεν έτι δυνάμεις! διότι την πλάνην την έχομεν πάντοτε, όσον και αν επλανήθημεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν