Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Σα να φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; ή μην ήθελε και να δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’το κρεββάτι, αυτή πουχ’ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ' απ' τη λουρίδα του φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε... Ήυρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ' έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ' έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο- Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της : τη μύτη τη δυνατή και με το κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλά του- κ' η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ' υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα.
ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη, που να πετάξω δεν 'μπορώ 'ς τα ελαφρά πτερά του. το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη. Τέτοιον παιδάκι τρυφερόν 'ς το βάρος σου θ' ανθέξη; ΡΩΜΑΙΟΣ Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι, είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.
Εκεί ευρίσκονται οι υπερμεγέθεις όφεις, και οι λέοντες, και οι ελέφαντες, και αι άρκτοι, και αι ασπίδες, και οι κέρατα έχοντες όνοι, και τα κυνοκέφαλα τέρατα, και άλλα ακέφαλα και έχοντα τους οφθαλμούς εις το στήθος, ως λέγουσιν οι Λίβυες, και οι άγριοι άνδρες, και αι άγριαι γυναίκες, και άπειρα άλλα θηρία βεβαίως μυθώδη.
Την εσκέπασε με τα ενδύματά του, την περιέθαλψε, την εθέρμανε, και εκάθισε παρ' αυτήν. Τα σημεία της εις την ζωήν επανόδου ήσαν ήδη προδηλότερα. Αλλ' όμως βηξ και άσθμα κατείχε το στήθος της. Ο γέρων ανησύχει. Ήτο ήδη βαθεία νυξ και εφοβείτο το νυκτερινόν ψύχος. Εκράτει πάντοτε τας χείρας της, αίτινες ήσαν έτι ψυχραί. Η παιδίσκη δεν ωμίλησε, και εφαίνετο εν αγνωσία διατελούσα.
Ο Κουμπής το εστοχάσθη. Εκύτταξε καλά, το ίδιον στήθος και τον κορμόν και τας χείρας του, και το ανεκάλυψεν. Εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κ' έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα. Αι δύο γυναίκες είχον ενδυθή. Εφόρεσαν η παλαιά Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της, κ' η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στον γάμον της, κ' ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι, διά την εκκλησίαν.
Κάθε απόβραδο ο ντον Πρέντου, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης προς τη θάλασσα, περνούσε επιστρέφοντας στο χωριό και όταν έβλεπε τον υπηρέτη, άπλωνε το δείκτη του χεριού του προς τη γη των εξαδέλφων του κι έπειτα τον έφερνε στο στήθος του σαν να ήθελε να πει ότι περίμενε την απαλλοτρίωση και την κατοχή από αυτόν του μικρού κτήματος, αλλά ο Έφις, συνηθισμένος σ’ εκείνη τη μιμητική, τον χαιρετούσε και με τη σειρά του έκανε νόημα με το χέρι και με το κεφάλι πώς «όχι, όχι».
Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.
Μα όταν μπαίνη μέσα, έρχεται ίσια σε με, βγάζει το φυλαχτό και μου λέει τι έχει μέσα. Έπειτα μου το φέρνει εμπρός στο στόμα και με παρακαλεί να το φιλήσω. Το κάνω για να μην της ταράξω τη χαρά και μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το ξανακρύβει στο στήθος της ενώ λέει: — Αν ήξερες πόσο είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι έξω κοντά στο Σβεν, δε θα σε πείραζε που πηγαίνω τόσο συχνά.
ΠΡΙΓΚΗΨ Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, κι' ο δούλος του Ρωμαίου. Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν' ανοίξουν τους τάφους τούτους των νεκρών. ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ Ω ουρανέ! — Γυναίκα, ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει! Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη. Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη, στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!
Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν