United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να ήταν η φωτιά του εναγκαλισμού του Βερθέρου που την αισθανότουν να καίη το στήθος της; να ήταν ο θυμός που της προκαλούσε η τόλμη του ή μάλλον η δυσαρέσκεια που αισθανότουν συγκρίνοντας τη τωρινή της κατάσταση προς εκείνες τις ημέρες μιας ηρεμικής αγνότητος και εμπιστοσύνης προς τον εαυτόν της, απαλλαγμένη από κάθε εξαναγκασμό και από κάθε ανησυχία; πώς θα παρουσιαζότουν μπροστά στον άντρα της; πώς θα του ωμολογούσε μια σκηνή, που μολαταύτα δεν τολμούσε να το εξομολογηθή στον εαυτό της; Είχαν τόσον καιρό σιωπήσει μεταξύ των και αυτή θα ήτο η πρώτη που θα έκοβε τη σιωπή και σε τόσο ακατάλληλον καιρό θα έκανε μια τόσο απροσδόκητη αποκάλυψη στο σύζυγό της; Έτσι φοβότανε πως μόνη η είδηση για την επίσκεψη του Βερθέρου θα του έκανε δυσάρεστη εντύπωση, και τώρα μάλιστα αυτή η απροσδόκητη καταστροφή!

Να, εκεί κάτω, καθισμένος στο πέτρινο παγκάκι που ακουμπά στο γκρίζο σπίτι του Μιλέζου, ένας μεγαλόσωμος άντρας ντυμένος στα βελούδα. Το καφέ χρώμα της φορεσιάς του τονίζει το κόκκινο του προσώπου του και το μαύρο του γενιού του. Δεν είναι ο ντον Τζάμε; Σαν κι εκείνον προτάσσει το στήθος του και έχει τους αντίχειρες μέσα στα τσεπάκια του γιλέκου του.

Το στήθος της κόρης εκινήθη και η εκπνοή κατέστη σφοδροτέρα. «Αϊμά! », εψέλλισεν ο Μάχτος νομίσας ότι αφυπνίσθη. Αλλ' όμως εκοιμάτο αύτη εισέτι.

Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Δεν αρράξαμε ακόμη και βλέπω άξαφνα τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινον, ξεσκούφωτον, αναμαλλιασμένο να τρέχη στην πλώρη, να καβαλάη το μπαστούνι, ν' αρπάζη τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζη και να καταριέται και να θεορρίχνη. Κυτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας! — Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσεν ο καπετάνιος μας.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ας ήμουν το πουλάκι σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μακάρι, ω γλυκέ μου· αλλά θα σ' εθανάτονα απ' το πολύ το χάδι. Καλήν σου νύκτα- πήγαινε, Ρωμαίε. Καλήν νύκτα. Τόσον μου φαίνεται γλυκειά του χωρισμού η πίκρα, που έως αύριον 'μπορώ να λέγω καλήν νύκτα. ΡΩΜΑΙΟΣ Ο ύπνοςτα ματάκια σου, ‘ς το στήθος σου γαλήνη!

Η Παυλίνα τράβηξε μια χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της και τρύπησε άπονα το στήθος της κούκλας, για να ιδή αν είχε καρδιά μέσα της. Δεν βγήκε σταλαγματιά αίμα. Η καημένη η κούκλα δεν είχε καρδιά. Την άφησε τότε στη γωνιά της και την ξαναξέχασε.

ΙΩΝ Όσοι θαρρούν πως ξέρουνε, λένε παιδί πως ήλθα. ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' απ' της γυναίκες των Δελφών ποιά σ' έθρεψε με γάλα; ΙΩΝ Δεν ξέρω στήθος γυναικός• εκείνη μ' έχει θρέψη. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιά; στη δική μου συμφορά, ευρήκα κι' άλλες όμοιες! ΙΩΝ Του Φοίβου την προφήτισσα εγνώρισα για μάννα. ΚΡΕΟΥΣΑ Και πως λοιπόν ετράφηκες κ' έγινες τέτοιος άνδρας; ΙΩΝ Ετράφηκα με της τροφές που μού φέρναν οι ξένοι.

Άλλοι αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος τους. Δύοτρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό κ' εβλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με τρομερή αγανάχτησι. Ένας ερέθιζε τον μαύρο καραβόσκυλο να ριχθή στη γάτα και να την ξετινάξη.

Τούτα ενώ εκείνος έζυαζετα βάθη της ψυχής του, 365 μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370 έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύςτο στήθος του αποκάτω, και προύμυτατην θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια ετέντωσετο πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375 την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα, 'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσουτα πελάγη, 'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης• και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».