Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Μια κόκκινη κορδέλα στόλιζε το στήθος της, από την μια άκρη στην άλλη του μικρού κορσέ που ήταν ανοιχτός πάνω από το πουκάμισο και υποβάσταζε τα άγουρα στήθη της. «Μπαρπα- Έφις!», φώναξε, χαδιάρικα και αυστηρά, βάζοντας το πανέρι πάνω στο κεφάλι του και ψαχουλεύοντας τις τσέπες του. «Εγώ πάντα σας σκέφτομαι, καλέ μου, κι εσείς δεν έχετε τίποτε να μου δώσετε…. Ούτε ένα αμύγδαλο!»
Ενόσω ζω, εις δισταγμούς ο νους μου δεν θα πέση, ούτε 'ς το στήθος μου ποτέ ο φόβος θα χωρέση! Να σε μαυρίσ' η Κόλασις, κιτρινιασμένε δούλε! Αυτήν σου την κατάφοβην την όψιν πού την ηύρες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δέκα χιλιάδες έρχονται... ΜΑΚΒΕΘ Τι; Χήνες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Στρατιώται. ΜΑΚΒΕΘ Φύγε απ' εδώ και πήγαινε τα μούτρα σου να τρίψης να κοκκινίσ' η όψις σου, χολοπερεχυμένε!
Δένει της μπότες του, περνάει το κοντοκάπι του, της σφιχτές κάλτσες και τα χρυσά σπηρούνια. Φορεί το θώρακα, σιάζει την περικεφαλαία. Ανεβαίνει, σπηρουνίζει τ' άλογό του έως την πεδιάδα κ' εμφανίζεται με την ασπίδα σηκωμένη στο στήθος, φωνάζοντας: «Κάρχαιξ!» Ήταν καιρός: οι άντρες του Χοέλ υποχωρούσαν κι' όλα κατά τα τείχη.
Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου.
Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου· «ανάθεμα εις τους λαοπλάνους.» Την χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην, διότι ολίγην έχω φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς.
— Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα! Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του. Ξεκινήσανε.
Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 «Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. 'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».
Ήλπιζεν εις την τύχην ότι ηδύνατο και πάλιν να την επανίδη, την ευεργετικήν εκείνην κόρην, την περικαλλή Σειρήνα, ης το πρόσωπον, το στήθος και ο κορμός ήσαν τόσον περικαλλή, όσον δεν ενδέχεται εις την θνητήν φύσιν.
Υπελόγισα ότι θα εχρειάζοντο δέκα ή δώδεκα κυλινδώσεις διά να έλθη εις άμεσον επαφήν ο χάλυψ με το στήθος μου — και η παρατήρησις αύτη εσκόρπισεν εις την ψυχήν μου την μεγάλην γαλήνην. Διά πρώτην φοράν ύστερα από πολλάς ώρας, πιθανόν από παλλάς ημέρας, κατώρθωσα να σκεφθώ. Εσκέφθην ότι το σχοινί, το οποίον με περιέβαλλε και συνεστρέφετο πέριξ του σώματός μου, ήτο μονοκόμματον.
Αναμίξαντες δε ταύτα ομού διά της ανάγκης έπλασαν το θνητόν γένος. Εις το στήθος λοιπόν και εις τον λεγόμενον θώρακα έδεσαν το θνητόν είδος της ψυχής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν