Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. &Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη&

Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι' έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι' έφυγα.

Αν ο νέος Βάσιγκτων, μη αγαπών την μητέρα του, δεν υπήκουεν εις τα μητρικά δάκρυα της, αλλ' ησπάζετο το ριψοκίνδυνον στάδιον του ναύτου, και βίον ίσως άσημον και δυστυχή ήθελε ζήσει, και δυστυχέστερον ίσως θάνατον εντός των κυμάτων ήθελεν ευρεί, και την πατρίδα του δεν ήθελεν ελευθερώσει, και το όνομά του δεν ήθελεν απαθανατίσει. Αγαπάτε λοιπόν και σεις, παιδία μου, τους γονείς σας.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230 «Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνοςτην πατρίδα. οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, 'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235 επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθήτην Τροίαν, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις• τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250 το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».

Ιδού πώς συνέβη το κακόν. Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε. — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;

Η προς τους γονείς αγάπη είναι η πρώτη αγάπη, την οποίαν ο άνθρωπος αισθάνεται επί της γης, είναι δε και το πρώτον δείγμα της αγαθής, της ευαισθήτου, και εναρέτου καρδίας. Ο αγαπών τους γονείς του δύναται ν' αγαπήση και τους αδελφούς, και τους συγγενείς, και τους φίλους, και τους συμπολίτας του, και την κοινήν μητέρα, την πατρίδα.

Εννιά πια χρόνια πέρασαν του Δία, και των πλοίων έλιωσαν τώρα τα σκοινιά και σάπισαν τα ξύλα, 135 και θα μας κάθουνται κλειστές οι δόλιες μας γυναίκες με τα παιδιά να καρτεράν, κι' εμάς ατέλιωτη έτσι μένει η δουλιά μας που ως εδώ μας έφερε στα ξένα. Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάξω. Ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, 140 τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο

Μα τότες του Πηλέα ο γιος της λέει βαρύ με πάθος «Τώρα ας ψοφήσω! αφούτανε το βλάμη να μη σώσω σα σφάζουνταν, μόνε έπεσε αλάργα απ' την πατρίδα, κι' έβοσκα εγώ σα μ' έκραζε ζητώντας μου βοήθια. 100 Και τώρα τί; θα ξέρω εγώ τ' αδέρφια μου πως Τρώες 103 τα σφάζουν και θα κάθουμαι με χέρια σταβρωμένα, της γης σαβούρα ανόφελη, στα πλοία εδώ κλεισμένος; Εφτύς θα τρέξω ναν τον βρω, του δόλιου μου Πατρόκλου 114 το ρημαχτή τον Έχτορα, και καλώς νάρθει ο χάρος 115 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν!

Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα τίποτε δεν μας βοηθεί• μόν' ίδε εις την πατρίδα να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, 545 ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη• και τότετο νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης. Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου, μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη. και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα• 550

το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα. ήλθετον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτήτης κορασιάς την κλίνη, 20την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν