Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ανεχώρησαν λοιπόν οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι μετά του στρατού των εκ της Πύλου και μετέβη καθείς εις την πατρίδα του, η δε υπόσχεσις του Κλέωνος, αν και παράλογος, εξεπληρώθη· διότι εντός είκοσιν ημερών έφερε τους Λακεδαιμονίους εις τας Αθήνας, ως υπεσχέθη.
Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Άη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Άη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι.
Κι' εμένα εδώ η καρδιά μου βογγάει στα στήθια, άμα αγρικώ και σ' αναθεματάνε οι Τρώες που τραβούν πολλά μαρτύρια για τα σένα. 525 Μον πάμε τώρα, κι' όλα αφτά τα σάχνουμε κατόπι, αν δώσει ο Δίας λεφτεριάς ποτήρι καμιά μέρα να πιούμε στους παντοτινούς θεούς των ουρανώνε, σα διώξουμε τους Αχαιούς αλάργα απ' την πατρίδα.»
Και τούτους μεν οι Αθηναίοι απεφάσισαν να καταθέσουν εις τας νήσους και να κατοικούν οι άλλοι Κυθήριοι την πατρίδα των πληρώνοντες φόρον τεσσάρων ταλάντων, όλους δε τους Αιγινήτας όσους συνέλαβαν να τους φονεύσουν, ένεκα της αιωνίας αυτών έχθρας κατά των Αθηναίων· τον δε Τάνταλον να δέσουν πλησίον των άλλων Λακεδαιμονίων, τους οποίους συνέλαβαν εις την Σφακτηρίαν.
'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.
Κι' εδιάβαινε με έρωτας η ώρα κι' η ημέρα, πλην φευ! την ευτυχίαν μου εφθόνησεν η μοίρα, και εξ Ελλάδος έφθασε μ' ελληνικόν αέρα μία πολίτις Συριανή και μαυρομμάτα χήρα. Αφήκε την πατρίδα της, και ήρχετο να γίνη 'στο σπήτι του εμπόρου μου κυρία οικονόμος· καθώς κι' εγώ εξόριστος εστέναζε κι' εκείνη, και την εκούραζε πολύ της ξενιτειάς ο δρόμος.
Αυτός μου απήντησεν ότι θα επέστρεφα μεν εις την πατρίδα μου, αλλ' αφού επί πολύ ακόμη θα περιεπλανώμην και θα διέτρεχα πολλούς κινδύνους• τον καιρόν όμως της επανόδου δεν ηθέλησε να μου ορίση. Έπειτα μου έδειξε τας πλησίον νήσους— εφαίνοντο δε πέντε και μία έκτη εις μεγαλειτέραν απόστασιν— και μου είπεν ότι εις τας πέντε πλησιεστέρας κολάζονται οι ασεβείς.
Ότε δε οι Αθηναίοι έμαθον τους πατριωτικούς αυτούς λόγους, αμέσως απεφάσισαν την ανάκλησίν του, και έστειλαν επίτηδες τριήρη, διά να επαναφέρη αυτόν εις την πατρίδα του.
Από κάθ' άκρη Ελληνική Χίλιων λογιών λουλούδια, Απ' την πατρίδα μου κ' εγώ Λίγα λουλούδια φέρνω, Που εμάζεψα 'ς τους κάμπους της Και 'ςτά βουνόκορφά της.
Αν ο Επαμεινώνδας ήτο σκληροκάρδιος προς τους γονείς του, δεν ήθελε βεβαίως αναφανή ευεργέτης και προστάτης όλων των πτωχών και δυστυχών συμπολιτών του· ούτε ήθελεν αναδειχθή τέκνον αφωσιωμένον εις την πατρίδα του, την οποίαν, ως ουδείς άλλος, διά της αρετής και της ανδρίας του εδόξασε, και υπέρ της οποίας και αυτήν την ζωήν του εις την Μαντίνειαν ηρωικώς εθυσίασεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν