Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένο 'ς τον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.
Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που άνεμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύρω, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της.
Πιπ. Μ' έτρωγε κι όλο μ' έτρωγε ταυτί μου από το πρωί. Αρραβώνας μυρίζει πάλι. Περμ. Ταυτί του εσένα σε τρώει μόνο σαν αποδεχτή κ' ύστερα τα μαντάτα. Στον κλήδωνα να τα λες αυτά. Πιπ. Να μη χαρώ το Μαριώ μου, σου λέω, τίποτις δεν άκουσα. Αμέ να μη μπορούμε δα και μεις να δούμε δεντρί, και να στοχαστούμε τι λογής λουλούδι θα βγάλη; Περμ. Α! δεν άκουσες, μόνο είδες κάτι!
Έκλεψε;» «Έκλεψε; Τρελός είσαι; Τώρα το κακολογείς κιόλας εκείνο το λουλούδι, εκείνο το ζωγραφιστό αγγελούδι. Τι να κλέψει; Δεν είναι ικανός ακόμη και αυτό να κάνει.» «Και… τι λέει; Θα γυρίσει;» «Εάν του έρθει καμία τέτοια ιδέα στο μυαλό θα του κόψω τα πόδια» είπε ο ντον Πρέντου και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.
Η πλάσι » Εύρε την ησυχία της, » Εύρε τον γλυκόν ύπνο.» « Ενόσω 'ζούσα, ποιος γονιός » Έχαιρε τα παιδιά του; » Από ποιο σπήτι μπόρεγε » Ν' ακούεται τραγούδι; » Ποιόν είδα και δε 'μάρανα; » Και το μικρό λουλούδι! » Ποιος νειός είδε 'ς την αγκαλιά » Την αγαπητικιά του;»
Ως κι ο καημένος ο γέρο Βασίλης, σα να μην είταν εκείνος που μας δηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στάσπρο του κατσαρό. Ως κ' η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάη δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.
Ο Έφις σκεφτόταν το θλιβερό σπίτι των κυράδων του, τη Νοέμι που μαραινόταν εκεί μέσα σαν το λουλούδι στο σκοτάδι…. «Πώς αδυνάτισες», του είπε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, που έγνεθε καθισμένη κοντά στην πόρτα, «σε βασανίζουν οι πυρετοί;» «Μου ροκανίζουν τα κόκαλα, μ’ έχουν κάνει πετσί και κόκαλο.
Τα χείλια της ήσαν σιμά στα δικά του. Ανάμεσα στα δυο χείλια ένα φιλί πετούσε σα λευκή πεταλούδα που ζητούσε ένα κόκκινο άνθος να ξεκουρασθή. Μ' ένα τρεμουλιαστό πέταμα κάθισε πρώτα στα χείλια της κοπέλλας. Κ' ύστερα κάθισε στα χείλια τα δικά του. Η πεταλούδα πετούσε τρελλή από το ένα λουλούδι στο άλλο. Και δεν ακούσθηκε κανένας ήχος φιλιού στον αέρα, γιατί το φως του φεγγαριού ήπιε το φιλί τους.
Τι αλλαγή είναι ο μεγάλος φυσικός νόμος, ο μόνος ίσως που βλέπουμε καθαρά και που σε κάθε πράμα, στάστρο που φέγγει, στο λουλούδι που φυτρώνει και στη λέξη που γεννιέται, μας φανερώνει την ύπαρξή του. Έχω πολύ σέβας για τους προγόνους μας και μεγάλη ιδέα για τον Αδάμ αφού του χρωστούμε όλοι μας τη ζωή.
Πάρε ένα μπισκότο, να, σου το προσφέρω σαν λουλούδι για να σου γλυκάνω την καρδιά….» Η καρδιά της Γκριζέντα όμως έσταζε δηλητήριο και δεν δεχόταν αστεία. «Εάν ήρθες για να με τσιγκλήσεις, είσαι γελασμένη, Νατόλια. Δεν έχεις αγκάθια εσύ, γιατί είσαι ένας φλόμος και όχι ένα τριαντάφυλλο. Εγώ δεν πονάω, ούτε λυπάμαι. Είμαι δυνατή σαν το πεύκο στην όχθη του ποταμού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν