United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν τονε βλέπεις και το Στεφανή μέσα στο περιβόλι κοντά στις πορτοκαλιές; Κοίτα τον τόν αξετσίπωτο, και μη μου ψέλνης πια πως δεν ξέρουν κ' οι αρχοντοπούλες από κρύφιες αγάπες. Μωρή, και ποιο λουλούδι δε ζύγωσε μέλισσα να το βυζάξη, μα φτωχομενεξές είτανε, μα αρχοντικό γιασουμί! Έλα τώρα και χώσου μέσα να κρυφοδούμε αποπάνω, μην τύχη και μας νοιώσουν και τους χαλάσουμε τις δουλειές.

Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — ΌχιΔιατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;

Ο αγγειοπλάστης καθόταν στο καλύβι του και σαν λουλούδι από το σιωπηλό τροχό το αγγείο έβγαινε μέσα στα χέρια του. Στόλιζε τη βάση και τον κορμό και τις άκρες με ομοίωμα λεπτού φύλλου εληάς ή πολύκλωνον αγκαθιού ή καμπυλωτού κι αφροστεφανωμένου κύματος.

Τι τάχατις; Δεν έχουμε και μεις τους δικούς μας; Στην Εβρώπη, και μάλιστα, στο Παρίσιαλήθεια όμως! πού να συγκριθή το Παρίσι με την Αθήνα; — τόσο κακά δεν κρίνουν όσοι ξέρουν. Η τωρινή μας φιλολογία δεν τους φαίνεται για ρίξιμο. Λεν πως είναι σα λουλούδι που έχει δικιά του φρέσκα μυρουδιά και που τέτοιο δε φυτρώνει στου Παρισιού τους δρόμους. Έχει τη χάρη του, έχει την ομορφιά του.

Το χαμογέλοιο της είναι λουλούδι που χρειάζεται μαλαματένια βροχή για ν' ανθίση. Σα να μου κάνης το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δάσκαλό σου.

Περπατάει και ο λαός τον ακολουθεί και στη μέση του κόσμου είναι αυτός, ο Έφις, που προχωρά, προχωρά, με το λουλούδι στο χέρι, με την καρδιά του να σκιρτά από τρυφερότητα… Οι γυναίκες ψάλλουν, τα πουλιά κελαηδούν. Η ντόνα Έστερ περπατάει πλάι στον υπηρέτη με γρήγορα μικρά βήματα, με το δάχτυλο έξω από τον κόμπο που κάνει το σάλι.

Μέσα σ' αφτά τα λουλούδια, ίσως το πιο περίεργο είναι το λουλούδι που φυτρώνει μέσα στην ψυχή και που ξανοίγει στο στόμα κάθε αθρώπου — η γλώσσα. Ας βάλουμε με το νου μας πόσες μυριάδες χρόνια είναι τώρα που ακούστηκε στον κόσμο η πρώτη μας λαλιά. Δεν έφεξε μέρα, δεν πέρασε ώρα μήτε στιγμή από τότες, που να μη βγάλουμε καινούριους τύπους, καινούριες γλώσσες. Αφτό είναι σ' όλους γνωστό.

Μ' αυτό το πόδι το μικρό που με μεθά η θωριά του Μη το σκοτώνης τ' ώμορφο τ' αθώο της γης λουλούδι. Κι' αυτά τα μάτια που καιρούς και μήνους με πλανεύουν Κατά το χώμα ντροπαλά γιατί τα χαμηλώνεις; Χρύσω, γλυκανασήκου τα, γύρε τα κατ' εμένα Και στάλαξέ μου στην ψυχή με την αγνή τους σπίθα Τα θάρρητα της παντοχής, τα βάρσαμα του πόνου.

Είταν εκεί μερμύγκια που σκαρφαλώνανε στα χορταράκια, μια πεταλούδα που κάθιζε σ' ένα λουλούδι κ' έπειτα πετούσε με λευκά φτερά μακρήτερα στον ήλιο, ένας σκάθαρος που αναποδογυρίστηκε κ' έπρεπε να τον σηκώσουν για να μπορέση να συρθή παραπέρα, μικρά πουλάκια που πηδούσανε γύρω στους βώλους της γις και δεν πειραζόντανε διόλου από την παρουσία του παιδιού, εκεί που ζητούσανε τροφή για τον εαυτό τους ή για τα μικρά τους.

Εξαγριώθηκε μονομιάς ο Νίκος. Ο πόθος του νέου κοριτσιού, πούχε φουντώσει μέσα του, αρνιόταν της Βεργινίας την ύπαρξη κι αυτή βρισκόταν εδώ μπροστά του, ολοένα μπροστά του, ζωντανή και ξύπνια ολοένα, ολοένα μ’ άγρυπνη την πίκρα της που της είχ' έρθει απ’ αυτόν!. . κ' η πίκρα της αυτή περίχυνε με χολή το λαχταραστό λουλούδι της ψυχής του και το φαρμάκι στάλαζε απ’ τις ρίζες, μολύβι στην καρδιά του, θειάφι αναμμένο στα σωθικά του, που τον έπιανε λύσσα να σπαράξη τον εαυτό του αφού απ’ αυτόν ερχόταν το κακό που υπόφερνε· μα κ' εδώ πάλι αιτία ήτον αυτή, πούτον ολοένα ξύπνια και ζωντανή μπροστά του, που του σπάραζε το στήθος με την άγρυπνη της πίκρα τη σταλμένη απ’ αυτόν τον ίδιο Δεν κοιμάσαι! της κάνει με θυμό.