United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν μου διηγήται για την αγαθή του μητέρα· πώς επί της κλίνης του θανάτου παρέδωκεν εις την Καρολίναν το σπίτι της και τα τέκνα της, και του εσύστησε την Καρολίναν• πώς από τον καιρό εκείνο ένα όλως διόλου άλλο πνεύμα εμψύχωσε την Καρολίναν· πώς αυτή ως προς την φροντίδα του νοικοκυριού της και ως προς την σοβαρότητα έγεινεν αληθινή μητέρα· πώς καμμίαν στιγμήν του καιρού της δεν επέρασε χωρίς ενεργόν αγάπην, χωρίς εργασίαν και όμως η φαιδρότης της, η ευθυμία της ποτέ δεν την άφησαν, — Περιπατώ πλησίον του, και μαζεύω άνθη στο δρόμο· τα συμπλέκω με πολλήν προσοχήν εις ανθοδέσμην, — και τα ρίπτω εις το ποτάμι, που τρέχει δίπλα, και τα παρακολουθώ με το βλέμμα πώς ήρεμα κατέρχονται. — Δεν ηξεύρω αν σου έγραψα ότι ο Αλβέρτος θα μένη εδώ και θα λάβη μίαν θέση με καλό μισθό από την Αυλήν, όπου αγαπάται πολύ.

Κι' οι σκλάβες, πούχαν πάρει οι διο αντάμα πολεμώντας, ξεφώνισαν απ' τον καημό των σπλάχνων τους, κι' όξω όλες τρέξανε αμέσως γύρω του χτυπώντας με τα χέρια 30 τ' αφράτα στήθια, κι' έπεφταν λιγόθυμες μια μια τους. Θρήναε και του Νεστόρου ο γιος δακρολογώντας δίπλα, κι' ενώ εκεινού η αντρόπλαστη βόγκαε καρδιά, τα χέρια τού βάσταε, μπας και το λαιμό θερίσει με το λάζο.

Μα πιο πολύ απ' όλα τον βασάνιζε η τοποθέτηση της Δόξας. Ήθελε νάβρη για κείνη ένα βάθρο πολύτιμο, όλως διόλου άξιο για τέτοιο καλλιτέχνημα. Τις έφτιασε ένα από μάρμαρο λευκό και την τοποθέτησε δίπλα στο τραπέζι της δουλειάς του. Μα το μάρμαρο του φαινότανε πρόστυχο. Αντί να δείχνη την ωμορφιά της την έκρυβε. Παράγγειλε λοιπόν έναν κορμό καρυάς ψηλόν ως ένα μέτρο και τον έφεραν στο γραφείο του.

Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας.

Κοντά στο μεσημέρι φάνηκε κι ατός του ο Θεομίσητος φτωχόρρουχα ντυμένος· μα το κανίσκι του ήταν όλως διόλου αταίριαστο με τη φορεσιά του· ήταν ένα λάφι περήφανο με κέρατα χρυσά και με χρώματα αφύσικα. Ο Ζάρακας πειράχτηκε που είδε τέτοιο δώρο κ' ηθέλησε να τον κεντήση. — Μεγάλο δεντρί φυτεύεται σήμερα δίπλα σου, κουμπάρε· του είπε με κάκια.

Δίπλα εις την μεγάλην τράπεζαν της δασκαλοκαθέδρας, όπου απετίθεντο συνήθως οι έλεγχοι και κατάλογοι, ως και τα τετράδια των μαθητριών, επί του μικρού τραπεζίου του χρησιμεύοντος διά την διδασκαλίαν και εξάσκησιν των χειροτεχνημάτων, έκειντο φύρδην μίγδην μερικά αντικείμενα ξένα όλως, προς το Σχολείον, τα οποία ήτο όλως άπορον πώς ευρέθησαν εκεί.

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.

Όταν έμεινε μόνος ξάπλωσε στην ψάθα, αλλά, παρά τη μεγάλη του κούραση, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε την εντύπωση ότι οι τυφλοί είχαν ξαπλώσει εκεί δίπλα του και ότι τριγύρω και έξω, μέσα στα σκοτάδια, απλωνόταν ένα άγνωστο χωριό.

Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.

Την στιγμήν εκείνην δυνατόν γαύγισμα σκύλου ηκούσθη από το κατάστρωμα πλοίου. Ήτο ο καραβόσκυλος της ιδίας φορτωμένης σκούνας, εις την οποίαν ανήκεν η φελούκα. Είχε πηδήσει επάνω εις το ακρόπρωρον, δίπλα εις την μακεδόνα, το βάναυσον κορυθαίολον ομοίωμα της πρώρας, και κατ' αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουράν, αναγνωρίσας την βάρκαν.