Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συλλογίστηκε ο Δημήτρης να κόψη δρόμο από δίπλα, και πηγαίνοντας τον τοίχοτοίχο από πίσω απ' άλλα ρουμάνια να ρίξη ματιά κατά τα τούρκικα σπίτια, να μάθη τι κάμνουν, κ' έπειτα να κατέβη από τασυνήθιστο μονοπάτι που ανεβοκατέβαινε κ' η Ασήμω.

Όλος ο λαός, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, μαζεύθηκαν απ' όλο το βασίλειο να ράνουν με νεκρολούλουδα το βασιλόπουλο. Οι μοιρολογίστρες μοιρολογούσαν. Ο Ρήγας ακίνητος και βουρκωμένος στεκότανε από πάνω από το κεφάλι του. Οι μάγοι και οι σοφοί, που τους είχε διώξει ο Ρήγας από το παλάτι, ήλθαν και στάθηκαν δίπλα στο νεκροκρέββατο. Ήλθαν κ' οι δάσκαλοι και σταθήκανε στα πόδια του.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.

Δίπλα του άκουσε σαν ανασασμό. Είδε τον υπαξιωματικό της φυλακής, ζαρωμένο στον ανεμοδόχο, διπλωμένο στους ανέκφραστους συλλογισμούς του. Από τα παλιά χρόνια δεν είχε πάρει άλλο γαλόνι. Έμεινεν υποκελευστής κι' έριξε κει την άγκουρά του. Από την εποχήν εκείνη το μοναδικό ιδανικό και όνειρο της ζωής του δεν κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί και να ζευγαρώσει στα δυο γαλόνια του κελευστή.

Η σκοτεινιά της νύχτας, του κυμάτου το φούσκωμα, η φωνή και ο αφρός· των αρμένων το τρίξιμο, του καραβιού το κύλιμα, το σχοινάκι που παραλυμένο εχτυπούσε δίπλα στον θαλασσομάχο και η αλυσίδα που έσκουζε κουλουριασμένη στον μπαμπά, όλα είχαν φωνή και μας έδειχναν πως κακή γκαστριά έκανεν η Φύσις.

Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού τη Βρύσι, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα. Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον.

Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα.

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη, μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά, σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει; ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά; Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

Πρωί πρωί της άναπτε την φωτιάν και της έψηνε τον καφέ της, που της είχε φέρει από το ταξείδι, εωσού να ξημερώση καλά και έλθη η εξαδέλφη του, η Λουξανιώ, μία πτωχή και ηλικιωμένη ξενοδουλεύτρα, οπού η δουλειαίς δεν την άφησαν να πανδρευθή, για να της σκουπίση, να της ξετινάξη το μενδεράκι της, και να της μαγειρεύση έπειτα κανένα φαγάκι, έχουσα δίπλα της και τη δουλειά της, το ράψιμό της, καμμιά φορά και τα λανάρια της.

Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει.