United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΤΙΓΟΝΗ Με κοντάρι τον σκότωσες. ΙΣΜΗΝΗ Με κοντάρι σκοτώθηκες ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω, κακόπραγος. ΙΣΜΗΝΗ Ω, κακόπαθος. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Χυθήτε θρήνοι μου. ΙΣΜΗΝΗ Χυθήτε δάκρυά μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από τους θρήνους το νου μου χάνω. ΙΣΜΗΝΗ Απ’ την καρδιά μου θρηνώ, στενάζω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω πολυθρήνητ’ εσύ. ΙΣΜΗΝΗ Και συ πάλι τρισάμοιρε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από δικό εσκοτώθηκες. ΙΣΜΗΝΗ Και συ δικόν εσκότωσες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλά να λες.

Και ποιος δεν τον γνώριζε; Ήτον ο Αγάς του Μοχού, που λεγότανε Μόχογλους. Την ίδια στιγμή ο Σιφογιάννης κατέβηκε από το γαϊδούρι, έσυρε το ζώο στην άκρη του δρόμου, το κράτησε 'κεί ακίνητο και στάθηκε κιο ίδιος δίπλα να περιμένη τη διάβα του Αγά. Μετά πέντε λεπτά ο Μόχογλους έφτανε μένα ψαρό άλογο. Θάτονε σαράντα πέντε ετών, αλλά φαινότανε γεροντώτερος.

Δίπλα η Τένεδος εφύτρωνεν από το κύμα κατάξερη, κοκκινόμαυρη, με τις φτερωτές των μύλων χασκισμένες σαν να εζητούσαν ελεημοσύνη τον άνεμο· με τα κλήματα πρόθυμα στην ώρα ν' αναδώσουν τον ψυχόδροσο χυμό. Και κάτω στο μελαψό ακρωτήρι του Καραμπαμπά εμαύριζεν ίσκιος πελώριος, σαν να ήταν του Αχιλλέα ο ίσκιος κ' εζητούσε βασιλοπούλας αίμα στον τάφο του.

Είπε, και σα ναν τούπειθε το νου στα στήθια μέσα, κι' ότι έκανε του παραγιού ναν του τον δώκει δίπλα ναν του τον πάει στα γλήγορα καράβια, να! τρεχάτος ο αδερφός του απ' αντικρύ προφταίνει και του σκούζει «Μενέλα, α μα αδερφούλη μου, τι τους φυλάς τους άντρες; 55 Σ' τόσαξαν τάχα μια χαρά το σπιτικό σου οι Τρώες!

Θυμάσαι το μεγάλο δέντρο που ήταν δίπλα στο καλυβάκι του γέρου; — Τον πλάτανο λες; — Ναι· τον πλάτανο, που δεν έφταναν να τον αγκαλιάσουν οχτώ ανθρώποι. Θέλησε να τον ξερριζώση κι εκείνον.

Μόντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. Με απόφασι κοινή Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.

Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα, δροσερή και αφράτη· τον καλόγερο τον κάθισε δίπλα του· αυτός ήταν στενοχωρεμένος, μα δεν ήθελε να το δείξη.

Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος. Άλλαξε αμέσως πρόσωπο.

Από τα ζητήματα τούτα σ' ένα δράμα, που είναι και το πρώτο σας έργο, δεν μπορείτε βέβαια να ψάξετε σχεδόν τίποτε. Μα πολύ σωστά, αρχίσατε από το πρώτο και σημαντικώτατο• από την ερωτική γνωριμία του άντρα με τη γυναίκα, από τη θέση της γυναίκας αγνάντια στον άντρα. Ο έρωτας, ο γάμος, θελήσατε κ' εσείς να σηκώσετε μια δίπλα από το μυριόδιπλο και βαρύτατο παραπέτασμα.

Δίπλα μας της Μορτσίλιας η νεραϊδοκατοικημένη η σπηλιά, εφάνταξε μες τη φριχτήν ανατριχίλα της νύχτας της τρισκόταδης, ωσάν πελώριο στο βράχο στόμα σκιαχτερό, που εχτυπούσαν τα φτερά τους οι νυχτερίδες μες τους βαριοΐσκιωτους τους θόλους της, κ' έσκουζαν θλιβερά τα μάβρα νυχτοπούλια.