Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Κι' όλα σε τρία μοιράστηκαν, του κάθε γιου ένα θέμα· εγώ, σα ρήχναμε λαχνό, πήρα να ορίζω πάντα 190 τα κύμα, ο Δίας τα πλατιά ουράνια μες στα γνέφια και στο λιοπύρι, κι' έπεσαν στον Άδη τα σκοτάδια· μα η Γης κοινή κι' ο Έλυμπος μένει ολονώνε ως τώρα.
Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω. Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη, 360 γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μον πήγαινε! Ειδέ ετούτα, κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι, κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει.»
Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο 35 μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας λογάριαζε.
Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, 350 αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε «Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.
Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος 'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη 'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· 'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· 'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· 'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· 'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.
Και το δοξάρι ο Έχτορας πως χάλασε σαν είδε, 484 κράζει με δυνατή φωνή τους Τρώες και Λυκιώτες 485 «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια στα πλοία ομπρός· γιατί είδα εγώ μ' αφτά τα μάτια τώρα πούσπασε ο Δίας στρατηγού μεγάλου το δοξάρι.
Εγώ το νου τού κάρωσα βαθύς χυμένος γύρω, και για το γιο του εσύ έβαλες κακούς σκοπούς στο νου σου κι' άγρια στο κύμα στέλνοντας ανεμοζάλη, ως πέρα στην πλούσια Κο τον έσπρωξες, αλάργα απ' τους δικούς του. 255 Κι' άξαφνα ο Δίας ξύπνησε, κι' απόπαιρνε χτυπούσε μες στην αβλή όλους τους θεούς, μα εμένα πιο ζητούσε, και θα με τίναζε άφαντο στο κύμα οχ τα ουράνια, η Νύχτα αν των θεών κι' αντρών δε μ' έσωζε η νικήτρα.
Μα τι, κι' εσάς δεν έχουν τα σπίτια κλάψες πούρθατε να με φροντίστε τάχα; 240 Για μ' αψηφάτε πια που να! με καταράστη ο Δίας κι' έχασα τέτιο γιο λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι, χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν... Μα εμένα πριν τα μάτια μου μου δουν αχ την πατρίδα να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθια!» 245
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180 και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».
Κι' ανάμεσά τους τα ραβδιά σηκώσανε, και πρώτος είπε ο Νιδιός, που ένα σωρό τούξερε ο νους σοφίες «Σώνει, παιδιά μου, αφίστε πια και μη σπαθοκοπιέστε, τι και τους διο σας αγαπάει ο Ελυμπήσος Δίας, 280 άξιοι κι' οι διο σας· τούτο δα και το κατέχουμε όλοι. Νυχτώνει τώρα· σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν