Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665 αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους. αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670 μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».
Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385 Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα• κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη». Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη, κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390
Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος 'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225 κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο, πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε• κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, 'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230 ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, 'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235 τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240 αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην• τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης• ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245 και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα, αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα• ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν• και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250 έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255
Τι πάω να δω τα πέρατα της γης, και τη μητέρα 200 Τηθύνα και τον Ωκιανό, πηγή των ουρανήσων, που μ' είχαν πάντα τους μικρή κι' ανάθρεφαν με χάδια, όταν με πήραν απ' της Ριάς τα χέρια στο πυργί τους, τότες τον Κρόνο πούρηξε ο βροντολάλος Δίας κάτου οχ την καρποδότρα γης κι' οχ το γιαλό το στείρο.
Κι' έσκουξε τότε ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια! Το βλέπω τώρα, γκαρδιακά απ' τα ουράνια ο Δίας 175 μου στέργει νίκη και τιμή, μα στους οχτρούς λαχτάρες. Τήρα οι μουρλοί τι δα τειχιά να σοφιστούνε πήγαν, σάπια και τιποτένια! Αφτά δε μου δειλιούν το μάτι· έφκολα τ' άτια το σκαφτό χαντάκι θα πηδήσουν.
Και Τρώες και συμμάχους έχει πολλούς να σφάξω εγώ όπιον μου στείλει ο Δίας και τον προφτάσω τρέχοντας, πολλοί είναι πάλε Αργίτες για σένα εδώ όπιον δύνεσαι στη γης να στρώσεις χάμου. Κι' έλα ας αλλάξουμε άρματα, έτσι να δουν κι' ετούτοι 230 πως είμαστε αδερφοποιτοί απ' τους παπούληδές μας.» Είπαν, και χάμου πήδησαν, και το δεξύ τους χέρι πιάσανε ο ένας τ' αλλουνού κι' ορκίστηκαν αγάπη.
Τότες της Ήρας απάντησε ο γιος του Κρόνου κι' είπε «Ήρα, πως θαν το δει θεός είτ' άντρας μη φοβάσαι· τι εγώ με τέτιο σύγνεφο θα σε σκεπάσω γύρω χρυσό, που διάμεσα κι' αφτός δε θα μας βλέπει ο Ήλιος πούναι το φως του για να δει πιο διαπεράτο απ' όλα.» 345 Είπε, κι' αρπάει το τέρι του στην αγκαλιά του ο Δίας.
Τι ναι μας είπε, εγώ θαρρώ, απ' τα ουράνια ο Δίας 350 τη μέρα που τα γλήγορα καράβια ξεκινούσαν, σφαγή και χάρο φέρνοντας στους Τρώες, και δεξιά μας άστραφτε εκείνος και καλά μας έδειχνε σημάδια. Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να πάμε πίσω στ' Άργος, πριχού χορτάσουμε κι' εμείς των Τρώων τις γυναίκες 355 και της Λενιός ξοφλήσουμε τις πίκρες και ξαγρύπνιες.
Πήγαινε — ο Δίας σου μηνάει — τον Έχτορα να πάρεις 175 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα, μόνος, μηδ' άλλλος σας κανείς μαζί σου να μη σύρει.
Μα αφού των Τρώων έπεσαν όσοι εκλεχτοί είταν όλοι, πολλοί κι' Αργίτες χάθηκαν — ή και σωθήκανε άλλοι — κι' έπεσε χρόνο δέκατο το κάστρο του Πριάμου 15 και για την ποθητή ο στρατός τα πρύμισε πατρίδα, τότες πια ο Φοίβος βάρθηκε κι' ο Ποσειδός να σείσουν το καστροτείχι, μπάζοντας τα δυνατά ποτάμια όλα όσα τρέχουν στο γιαλό οχ τα βουνά της Ίδας, το Ρήσο τον Εφτάπορο τον Κάρησο το Ρόδη 20 το Γρανικό τον Αίσηπο το θεϊκό Σιμόη το Σκάμαντρο, που εκεί πολλές μες στα νερά του ασπίδες και κράνα πέσανε κι' αντρών μισόθεων βλαστάρια· όλων αφτών τα στόματα γύρισε αντάμα ο Φοίβος, κι' έστελνε απάνου στο τειχί μέρες εννιά το κύμα 25 — κι' όλο κι' ο Δίας έβρεχε — ζητώντας χέρι χέρι να θαλασσώσει τα τειχιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν