Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Καν με τι νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση. Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε 985 Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναξε, Πετούμενο αντριομένο, 990 Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ, Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου 995 Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Δεν είμαι ο ίδιος που άλλοτε πετούσα ψηλά με τα πολλά αισθήματα, που κάθε μου βήμα παρακολουθούσε ένας παράδεισος, που είχα καρδιά ένα ολόκληρο κόσμο με αγάπη να με περιτριγυρίζη; Και αυτή η καρδιά είναι νεκρή· δεν έχει πια ενθουσιασμούς, τα μάτια μου εστέγνωσαν και αι αισθήσεις μου που δεν ευχαριστούνται πια από δάκρυα που δροσίζουν, μου ρυτιδώνουν κακόρεχτα το μέτωπό μου.

Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα. Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα: — Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!

Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα..... Μπροστά έκανε μύτη το χτήμα. Όταν το παραχώρησε στο Θεομίσητο, δε μπόρεσε να καταλάβη γιατί με τόση επιμονή ζητούσανε τη μύτη εκείνη οι προστάτες του. Μα το νόμισε ασήμαντο πράμα και την έδωκε. Αμέσως ο Πέτρος φύτεψε σε κείνη τη μύτη όλο κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια ψηλά και πυκνά σαν κάστρο.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.

Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Πίσω από την κρεββατοκάμαρα είταν ένα μικρό χώρισμα, που στην αρχή λογαριάζαμε να τα κάνουμε δωμάτιο τουαλέττας, μα έπειτα δεν ξέρω για ποιους λόγους δεν το κάναμε. Είτανε πολύ ακανόνιστο, τα παράθυρα ψηλά και τα φως λιγότερο παρότι στις άλλες κάμαρες. Εκεί κατοικούσε ο μικρός Σβεν. Εκεί είταν η κάμαρά του κ' η κάμαρα αυτή έμενε κλειστή.

Ο Παύλος κάθε βράδυ περνούσε από το σπίτι τους σκυφτός και συλλογισμένος κ' εκείνη καθότανε πάντα κάτω στο περιβόλι, μ' ένα εργόχειρο στο χέρι. Το βήμα του Παύλου ακουότανε πάντα την ίδιαν ώρα, σιγαλό και ρυθμικό, στην ώρα του δειλινού κ' ύστερα η σκιά του περνούσε όξω απ' τα ψηλά κάγκελα του κήπου, αφίνοντας ένα συνεφάκι καπνού από τσιγάρο νανεβαίνη αλαφρυά στον ήσυχον αέρα.

Όπου κι' αν ήσαι τώρα, χαμηλά, 'ψηλά, δείξε μας την μορφήν του και την τέχνην σου! Πρώτη οπτασία. ΜΑΚΒΕΘ Άγνωστη Δύναμις, ειπέ... Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Ξεύρειτον νουν τι έχεις. Άκουε μόνον, μη λαλής! ΤΟ Α' ΦΑΣΜΑ Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ! φυλάξου από τον Μακδώφ. — Αρκεί. Απόλυσέ με. ΜΑΚΒΕΘ Ό,τι κι' αν ήσ', ευχαριστώ διά την συμβουλήν σου· ταιριάζει με τους φόβους μου. Μίαν ακόμη λέξιν...

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν