Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Αν όχι, έπρεπε να περιμείνουν ως που να την τελειώσουν οι γιοι τους, τ' αγγόνια, τα διγγόνια τους. Και όταν τα διγγόνια έφταναν στο σκοπό τους, θα χαιρόταν κ' εκείνων η ψυχή από ψηλά όπως κ' η δική του. Όταν οι απόγονοι ευτυχούν, οι πρόγονοι δοξάζονται. Η γενιά του Ευμορφόπουλου ήταν μεγάλη και παμπάλαιη. Στα πλούτη και στη δόξα μοναδική στον καιρό της. Χίλιοι την τραγουδούσαν, μύριοι τη θαύμαζαν.

Τα κλειστά του μάτια βλέπουν τώρα τα μυστήρια της άλλης ζωήςΚαι το βασιλόπουλο, που έβλεπε με τα κλειστά του μάτια τα μυστήρια της άλλης ζωής, χαμογελούσε με το ίδιο χαμόγελο, κάτω από τα νεκρολούλουδα. Το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, κάτω στο γιαλό, ήτανε δικό της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυραΣτάθαινας.

Έχω γυναίκα ωμορφονιά, κ' είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα Όλον τον κόσμο αρώτησα κι' όλος ο κόσμος μου είπε, Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλιΈλα 'ςτό κάστρο μου ψηλά να λούσω το κορμί σου, Με μόσχο, με ροδόσταμμα. λεβέντη, να σ' αλείψω.

ΑΦΙΕΡΟΝΕΤΑΙ στον Εξοχώτατον αντιπρόσωπό της, τον κ. ΝΕΟΚΛΗ ΚΑΖΑΖΗΝ, Πρόεδρον της Εταιρείας του «Ελληνισμού» Ψηλά σε σπίτια τρίπατα και γυάλινον εξώστη.

Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παρα'θέλ'ς, αλλά.... είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και στέλνει τον άγγελό τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι' άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέση κάτω από την απιδιά.

Ένα μόνο ξέρω, δεν τόννοιωθαν οι μικροπολίτες πως είτανε μικροί κ' έτσι δεν το είχαν και καημό. Μήτε τόβαζε ο νους τους, και τόβλεπες αμέσως από το περπάτημά τους. Είταν πολύ περίεργο το περπάτημά τους· περπατούσαν πηδηχτά πηδηχτά, όμως με κάποια περηφάνεια και τη μύτη πάντα ψηλά. Θωρούσες ένα μικροπολίτη και στοχάζουσουν πως ερχότανε βασιλιάς. Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες.

Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο, Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος, Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου; Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι, Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι, «'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη »Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, »Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το »Και νικητής σαν έγυρεεμένα πάλιν ήρθε »Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;

Μια Απριλιάτικη βραδιά Μια νύχτ' αστερωμένη 'Ψηλά, 'ς του Πίνδου τα βουνά Μονάχος μου καθόμουν. Κ' εκύτταζατον ουρανό, Κ' εκρυφοσυλλογιόμουν. Πώς ζη ο δόλιος άνθρωπος, Πώς ζη και πώς 'πεθαίνει. Από τη σκέψι κάποτε Μ' εξύπναγε μια βρύση Σιμά μου, πώχυνε νερό 'Σάν το μαργαριτάρι, Και με ταις πέτραις 'μίλαε Μουρμουριστά. Με χάρι Τ' ωχρό φεγγάρι άρχιζε Να γέρη προς την δύσι.

Εκεί 'ψηλά να κάθωμαι σαν γυψ, και αετός και όλην την υφήλιον να 'βρίζω προπετώς, 'στάς κορυφάς ως αίλουρος κι' εγώ ν' αναρριχώμαι, να κελαϊδώ σαν τζίτζικας κι' ως λέων να βρυχώμαι, προβιαίς αρκούδας μαλλιαραίς να είναι σκέπασμά μου και μέσα σε φιδιών σπηλιαίς να γράφω τόνομά μου.

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν