Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Ανέβα τώρα και συ. ΧΑΡ. Δόσε μου το χέρι σου, Ερμή, διότι δεν μου είνε εύκολον να σκαρφαλώσω τόσο ψηλά. ΕΡΜ. Αφού θέλεις να δης τα πάντα, Χάρων, πρέπει και να κινδυνεύσης ολίγον. Όταν κανείς είνε περίεργος πρέπει να έχη και το θάρρος του κινδύνου. Κρατήσου από το χέρι μου και πρόσεξε να μην πατής εις τα ολισθηρά μέρη. Λαμπρά• ανέβηκες και συ.

Ούτε καμμιά άλλη εργόχειρα με τόση τέχνη κάνει, ούτε καμμιά στον αργαλειό, φασμένο με το χτένι κόβει πανί τόσο κρουστό απ' τα ψηλά δοκάρια, ούτ' άλλη ξέρει να κτυπά τόσο καλά το υφάδι κ' υφαίνοντας να τραγουδή την Άρτεμι με χάρη και την τεχνήτραν Αθηνά, καμμιά σαν την Ελένη που μέσ' στα δυο ματάκια της οι πόθοι είνε κρυμμένοι.

Ο Σαντουριέρης πάντα μπροστά, με τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Ξοπίσω πάντα αφτή ορθόκορμη, βεργολύγερη, τσακίστρα πρώτης, του διαβόλου ναζού. Ωχ, βασίλισσα για μια νυχτιά, — ψυχή μου! — του μικρού του χωριού, που τόσο ακριβά θενά πωλούσε την ξέθωρη αλλού τη μπογιά της. Εκατέβηκαν τη σκάλα. Ετραβούσαν αργά, μη σκοντάψουν. Ανέβηκαν τον όχτο, να ροβολήσουν εκείθε.

Μια βαθιοκόκκινη πένθιμη αντιφεγγιά και κάτι μακρόσυρτοι μαύροι αχνοί σα σχισμένα κρέπια, κρεμαστά από ψηλά, άπλωναν πίσω απ’ το λόφο της Καστέλλας κι απ’τα βουνά του Δαφνιού πούχαν τώρα γίνει απόμακρα, μουντά, μολυβόμαβια, σα σκιές απ’όνειρα σβυσμένα.

Χάμου μια χρυσοπλημμύρα, θάλεγες, μια χρυσοπλημμύρα ψηλά, μια χρυσοπλημμύρα γύρω στα βουνά τα φουντωμένα από δέντρα με χρυσοκόκκινα ξερά φύλλα. Χρυσάφι από ξερόφυλλα, χάμου, ολόγυρα, ψηλά, πέρα, πιο πέρα ακόμα, ως εκεί που έβλεπε το μάτι μέσ' απ' τις κουφάλες και τους κορμούς των πλατανιών.

Ψηλά στην πρασινοστόλιστη ταράτσα ολόρθη, αχνή και λυπημένη στέκεται η κόρη σαν ολοζώντανο μάρμαρο του Παράπονου, με καρφωμένα τα ματάκια της απάνω του.

Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν· κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιον ουρανό.

Έχεις αυτιά του γαϊδουριού, της κουκουβάγιας μάτι, ή της χελώνας το καυκί και τζίτζικα λαρύγγι, κι' οπόταν θέλης ειμπορείς, βρε άνθρωπε σακάτη, να βγάλης από μέσα σου ιπποποτάμου ξύγκι; Μπορείς να πέσης 'στό νερό από 'ψηλά σαν γλάρος και το μακρύ το ράμφος σου μαρίδες να ρουφήση; 'μπορείς και συ ν' αλατισθής καθώς ο μπακαλιάρος κι' από ταλάτι το πολύ να γίνης στοκοφίσι;

Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 850 πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.

— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένουςΛέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν