Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή : — Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ'!... — Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! ... φώναξε άξαφνα ο γαμπρός. Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο.
Παρουσιάζεται κανένα βάραθρον; αρκεί να πηδήσης και να κρατηθής στερεά· έτσι κάνω και εγώ!» Και λοιπόν έτσι έκαμε και ο Ρούντυ· γι' αυτό κάθεται τόσον συχνά επάνω εις την κορυφήν της στέγης κοντά με την γάταν· κάθεται μαζί της και εις την κορυφήν των δένδρων και μάλιστα και υψηλά επάνω εις το χείλος του απορρώγος, όπου η γάτα δεν τα εκατάφερνε εκεί ψηλά. «Επάνω υψηλότερα, έλεγον δένδρα και θάμνοι.
Σα νάταν όλοι μέσα άφωνοι, κανένας δεν του απολογήθηκε. Λύσσα τόρα τον έπιασε σωστή. — Κουλούκια! Τα καντήλια σας! Για θα μ' τουνε προυδούστε, για θενά σας μπρουλιάσ' ούλους στου σουφλί! τη Βαγγελίστρα σας! Κ' εκούναε το φοβερό λεπίδι ξεμανίκωτο ψηλά. Έγυρε τόρα στους φαντάρους. — Του σκοινί στη βούτα ουρέ! και μάνι-μάνι!... Ένας φαντάρος ξέκοψε και πάει για το σκοινί.
Αύρα γλυκειά στους πράσινους βυθούς αργοσαλεύει, στα ρείκη αρχίζει το σκοπό σιγά ο κορυδαλός, μα όσο στο φως υψώνεται κι όσο ψηλά αλαργεύει, το λάλημά του χύνεται ολόηχος κάτω αυλός. Και δες: με τις παλιές χαρές η νέα μέρα αρχίζει· στη χλόη νέα άνθη, νέοι βλαστοί στο γέρικο κορμό, και γύρω τους μυριόφτερος κόσμος ξυπνά, σκορπίζει και το τραγούδι της ζωής βουίζει το θερμό.
Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.
ΣΤΑΥΡΟΣ Ό καλύτερος τρόπος, πατέρα, για να φτάση κανείς ψηλά, όχι ψεύτικα μα αληθινά, είναι ν' αρχίση από τα σκαλοπάτια εκείνα που φαντάζουν, όπως λέτε σε σας, χαμηλά και ταπεινά, Ας είναι. Αυτά τα πράματα ας ταφήσουμε.
Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.
Ποιος να σου τώλεγε πως θα σε κόψη Το χέρι πώμαθες να πολεμά;» »Ξύπν' Αστραπόγιαννε, και κύτταξέ με Φάγε μ' εμένανε λίγο ψωμί. Φόρεσε τάρματα, χαιρέτησέ με Ξύπνα, ζωντάνεψε κ' ήρθ' η αυγή.» »Εσύ επρωτόδινες ψηλά 'ς το βράχο Το καλημέρισμα 'ς τον αητό, συ πρώτος έδειχνες 'ς εμέ, 'ς το Ζάχο Το γλυκοχάραμμα 'ς τον ουρανό.»
Σαν περνούσε από το μεγάλο περιβόλι, κοντοστάθηκε και κύτταξε τα ψηλά δένδρα. Τα πόδια του τρέμανε και δεν μπορούσε πια να περπατήση.
Πώς σε λυπούμαι, ω θεά!. . . σε τούτον τον αιώνα μου φαίνεσαι 'στην πίστι μου σαν την &κυρά Δασκάλα&, κι' όταν σε βλέπω κάποτε 'ψηλά εις την κολώνα, δεν ξέρω πώς μου έρχεται να πάρω μία σκάλα, ν' ανέβω εις το ύψος σου και να σε κατεβάσω, και το μακρύ κοντάρι σου απάνω σου να σπάσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν