United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Είναι το εξής: Χαλκή παρθένος είμαι, 'ς του Μίδα δε το μνήμα κείμαι, κι' όταν θα τρέξη το νερό και τα ψηλά τα δένδρ' ανθίσουν, μένουσα εδώ ψηλάαυτόν τον τύμβο τον πολύκλαυστο, θ' αγγέλλωτους διαβάτες ότι ο Μίδας εδώ έχει ταφή. ως νομίζω, κάπως κατανοείς ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει εις το να διαβάζεται μέρος τι του επιγράμματος πρώτον ή τελευταίον.

Αλλά ο Έφις βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, με το σκούφο στη μασχάλη, και απομακρυνόταν δίχως να απαντήσει. Κεφάλαιο τρίτο Άδικα όμως τις μέρες που ακολούθησαν και για εβδομάδες οι αδελφές Πιντόρ περίμεναν τον ανιψιό.

Δύο τρεις κουτσές καρέκλες τριγύρω, και στο βάθος ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι με ψηλά ως το ταβάνι τέσσαρα σίδερα, ένα τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο, με δύο μισοσπασμένα φουρφουρένια βάζα, γεμάτα από ξερά αστάχυα, με λίγες μικρές κιτρινισμένες φωτογραφίες φουστανελάδων και γυναικών με παλιά κοζοκιά και βλάχικες φορεσιές, στόλιζαν μονάχα την απέραντη κάμαρα.

Μισολιποθυμισμένη, απάντησε η Ιζόλδη: «Φίλε, θα σας ακολουθήσω. Αύριο, το πρωί, έχετε έτοιμο το καράβι σας γι' αναχώρησιΤην άλλη μέρα το πρωί, η Βασίλισσα είπε πως ήθελε να κυνηγήση με τα γεράκια κ' είπε να ετοιμάσουν τα σκυλιά της. Αλλά ο Δούκας Αντρέ την παραμόνευε, και την συνώδευσε. Όταν βγήκαν στα χωράφια, όχι μακρυά από την παραλία, ένας φασιανός πέταξε ψηλά.

Το φεγγάρι ψηλά από το μικρό παράθυρο πάνω από το σεντούκι έριχνε μια ασημένια λωρίδα φωτός που έφτανε μέχρι το ξερακιανό της στήθος και από το άνοιγμα του πουκαμίσου φαινόταν το χρυσό νόμισμα περασμένο στο δερμάτινο κορδόνι που είχε πια μαυρίσει. Ο Τζατσίντο όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος.

Πάλι τα εσήκωσα επάνω. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, συχαμερή μύξα, ελάχιστο στον όγκο του, τρίσμεγα στη δύναμι και τη σημασία του. Αλλά ο σύντροφος με το χασκογέλαστο πρόσωπο του, μάτια του τα πύρινα, με τα σκελετωμένα χέρια μου εφάνηκε φοβερώτερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από εκείνους που τελωνίζουν τις ψυχές ψηλά στο άπειρο.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτι με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Εκείνη τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλλα, και παραπονιώνταν μέσα του, γιατί να μη του έχη χαρίσει κι' αυτουνού ο Θεός λόγο, για να καλωσορίση τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη κι' έγεινε καπνός!

Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη! Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο.

Το μήλο πήρε η Αφροδίτη βραβείο της ομορφιάς της· τούτο κ' εγώ για βραβείο σου δίνω· έχετε κ' οι δυο τούς ίδιους κριτάδες σας· εκείνος ήτανε βοσκός· εγώ γιδάρης. Αφού είπεν αυτά το βάνει στο κόρφο της· κ' εκείνη, όταν εσίμωσε, τον εγλυκοφίλησε. Κ' έτσι ο Δάφνης δε μετάνοιωσε που αποκότησε ν' ανέβη τόσο ψηλά, επειδή επήρε φιλί καλύτερο κι από το χρυσό μήλο.