Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Στερνά οχ τη θήκη του άδραξε το γονικό κοντάρι, βαρύ μεγάλο δυνατόάλλος αφτό να παίξει δε μπόραε, μόνος κάτεχε ναν τ' ανεμίζει εκείνος, ζαγόριο φράξο πούκοψε ψηλά απ' το κορφοβούνι 390 για τον Πηλέα ο Χείρονας αρματωλών ρημάχτρι.

Στην αρχή ώκνευαν· κάποτε γύρισαν να ιδούνε πίσω τους. Έπειτ' αγνάντεψαν ψηλά το διάσελο· τάχυναν το βήμα τους. Το σκυλί γαύγισε πάλι πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια, πήρε πηλαλώντας τον ανήφορο. Τα πουλιά ξανάρχισαν το λάλημα. Τ' ασήμια της λυγερής γέλασαν απάνου της. Η Μητροκούλενα έβαλε το χέρι στα μάτια να ρίξη το φως τους στη διαβάτισσα χαρά.

Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι. Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο.

Ο ήλιος φλογερός, χτυπούσε στ' απόγκρεμα και κοκκινοβαμμένα βράχια των από πάνω στα κεφάλια μας φοβερών Φαιδριάδων, φιλούσε με πλημμύρα ξανθών φιλιών τον ξαφνισμένον, ύστερα από ύπνο χιλιάδων χρόνων στο φως της ημέρας αρχαίο κόσμο των Δελφών σκορπούσε φλόγες κάτω στο χάος της βαθειάς λαγκαδιάς, ασήμονε τα λιοστάσια του Πλειστού, που μόλις φαίνουνταν κάτω, φειδωτός κι ασημένιος, κατάκαιε τα ψηλά πλατάνια, το λαγαρό νερό και το βαθύ σχίσμα της Κασταλίας.

Στο λιμάνι χοροπηδούσαν οι βάρκες η μια κοντά στην άλλη κι απάνω στους βράχους ξηραινόντανε στον ήλιο σωροί ψάρια. Έξω σ' ένα ακρωτήρι του νησιού στεκόντανε μαζεμένοι μερικοί άντρες με πισσωμένα φορέματα, με ναυτικά κασκέτα και ψηλά ποδήματα και ταχτοποιούσαν αργά και προσεχτικά ένα σωρό μεγάλα ψάρια, που πρώτη φορά τα έβλεπα.

Πάω μ’ άλλη στο βουνό. . . Αχ πόσο πολύ το ήθελε ! Και πάλι, έναν τόνο πιο ψηλά: Έλα Λιόλια ! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! Και σά-α-άν το θες, μη ντρέ-ε-έπεσαι ! – Και-αι σάν-α-άν το θες, μην ντρέ-ε-έπεσαι ! – Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό . . . .

Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα.

Εμείς ακολουθώντας βαρούμε οι διο τον Έχτορα και τους Δαρδάνους πίσω, οι διο μας μ' ένα τ' όνομα και μια καρδιά, π' αντάμα 720 στέκοντας πάντα ατρόμητοι τον Άρη καρτεράμεΕίπε, κι' οι διο τους το νεκρό αγκαλιαστά από χάμου τον σήκωσαν ψηλά ψηλά. Και σκούξανε όλοι οι Τρώες σαν είδαν Αχαιούς μπροστά και σήκωναν το σώμα.

Γύρισα κάποια ώρα τα μάτια μου προς την απέραντη κάμαρα του σπιτιού. Ξεπεσμένο χωριάτικο μεγαλείο φυσούσε μελαγχολικά εκεί μέσα. Ψηλά το ταβάνι κατάμαυρο, κάτω το πάτωμα, μισοσαπισμένο, χοροπηδούσε στο παραμικρό κούνημα, στα θαμπά ντουβάρια οι αράχνες έπλεκαν ελεύθερες, πυκνές σφαλαγκωδιές.

Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν