Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


»Το κεφάλι Του γέρνει και το ιερό κορμί αναίσθητο κουνιέται πάνω στο Σταυρό. Αστραπή κόκκινης φλόγας διαπερνά την ατμοσφαίρα κ' εξαφανίζεται. Σπάζουν οι βράχοι του Καρμήλου και του Λιβάνου· η θάλασσα κυλάει ψηλά από την άμμο τα μαύρα βορβορώδη κύματά της. Η γη ανοίγει κ' οι τάφοι αφίνουν ελεύθερους τους κατοίκους των.

Ζευγάρι τότε Κουνουπιών ηκούστη στον αέρα, Οπού βοάν με ταραχή ψηλά στην ατμοσφαίρα, 410 Με της μακριαίς τους σάλπιγκαις για να παρακινήσουν, Με το σημάδι της φωνής τη μάχη ν' αρχινήσουν. Ο Δίας προς βεβαίωσι των σαλπιστών βροντάει, Που τα ουράνια ετρόμαξε, τη γη καταφοβάει. Εδώ του Φουσκομάγουλου αντίς ν' ακολουθήσουν 415 Το εξαίρετο στρατήγημα, και να μη πολεμήσουν.

Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα· Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα. Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του, Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του. Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα, Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.

Εσφούγκισε τα φλογισμένα χείλη της με το μαντήλι. Ακούμπησε το δεξή της άγκωνα πίσω στο ξύλο της καρέκλας. Εστήλωσε το κεφάλι της στην απαλάμη απάνω. Εξερόβηξε. Τα όργανα άρχισαν το &Μέμο& τόρα. Άπλωσε μια ματιά κάτω. Εσήκωσε ολάνοιχτα τα μεγάλα της ψιχαλιστά μάτια στη στέγη απάνω, σα να ζητούσε κάτι κει ψηλά. Έκλεισε μεμιάς ηδονικά, εκφραστικά τα βλέφαρα. Σιγά, απαλά, μυστικά, νανουριστά, άρχισε.

Εσήκωνε ψηλά, πάνω απ το βελουδένιο καλπάκι της το χέρι το δεξί. Έδιωχνε πίσω στη μέση της ανάζερβα το άλλο. Εχαμήλωνε το κεφάλι. Ελύγιζε λίγο κάτω τα γόνατα. Ετσάκιζε τη μέση. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Εστριφογύριζε κάτω απ το ψηλά σηκωμένο χέρι που εκροτάλιζε απάνουθε τα ζίλια. Εστριφογύριζε με το κεφάλι χαμηλωμένο, τη μέση τσακισμένη, τα γόνατα λυγισμένα.

Και μόνο εξάπλωνε πέρα ως το πέλαγο μέσα, φαρδύν τον ίσκιο του ο γίγαντας Ταΰγετος. σηκώνοντας ψηλά στους γέρικούς του ώμους τολόξανθο το μάτι της ημέρας. ...Τόρα που άρχιζε να μας πυρώνη τις πλάτες ο ήλιος, να μας ανάβη τα κορμιά μας φλογερός, έδεσε στο σκαρμό την καθετή του ο Καπτάν- Μιχάλης· εσήκωσε κι άπλωσε απανουθέ μας την τέντα μας την ισκιερή.

Χριστέ μου, προσκυνώ σε, του ξένου μας στη ξενιτιά αρρώστια μη του δίνης. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, θέλει αδερφές ολόγυρα να τον καλοτηράνε... Στην Κυρίαν Ψυχάρη. Τρεις ώρες θα περνούσαμε την άσωτη εκείνη κλεισούρα, προτού ν' ανεβούμε ψηλά προς το Βελούχι, όλοι οι στρατοκόποι.

Ο ουρανός είναι κόκκινος, ψηλά επάνω από το λευκό λόφο. Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν. «Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαιΕκείνος έπλεκε μια ψάθα και προσευχόταν.

Τρία ρίχνει στις Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες που κρέμονται απάνω από τη χούνη του Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στον Κούνο ψηλά στο Παραδείσι και το φοβερότερο με βρισές και αναθέματα γυρίζει και το ρίχνει στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ στο Τσιρίγο. Για τούτο σας λέγω πως τις φορτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι! Ακούτ' εμένα· τις κάνουν τα στοιχειά!...»

Κάπου πηδούν ψηλά ραϊδιά, κάπου σουράει ο τράγος, Κι' αντιλαλούν σπηλιαίς, γκρεμοί το ποδοβολητό τους. Ξαγνάντισαν σε μια πλαγιά. Ξάφνου κραυγή αντιχάει Κι' ο αητός χουμάει βαρύς, γοργός σαν αστραπή που πέφτει Μέσ' 'ς του στερνού το μέτωπο τα νύχια του καρφώνει Και το χτυπάει με το ραμφί, με τα φτερά το δέρνει.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν