Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Χοιμάει και του Πηλέα ο γιος, κι' άγριο θυμό η ψυχή του γιόμισε, και στα στήθια ομπρός κρατούσε την ασπίδα, πλούμια γερή, κι' ανέμιζε ψηλά η ουρά στο κράνος π' αχτιδοβόλαε, κι' έπαιζαν χρυσά τα κρόσσα γύρω 315 που πλήθος κύκλω στην ουρά τάχε ο θεός κολλήσει.
Το σκαφίδι ελαφρό με την αντένα ορθόγυρτη στο κατάρτι εσάλευε ζερβόδεξα κ' εκοντυλόγραφεν αόριστα ξώρκια ψηλά στο άπειρο.
Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηά — Στάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του Άη — Νικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.
Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός άνοιγε πλατύς και μαλθακός στο βλέμμα του. Εδώ ακαλύφες βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά σαν ολόκλειστα άνθη πορτοκαλιάς· άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν αρχαία κύπελα· μερικές σαν κρίνα μεγάλα και άλλες έφευγαν ανεξάρτητες ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τα γεννητικά τους μόρια.
Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντας του με το λυχνάρι, ανάμεσα στανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψη το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι. — Αφίνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε...
Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.
Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει· μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή. Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή· το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.
Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα, εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού.
Οι βιολιτζήδες κατέβαιναν απ' το βουνό, με τα όργανα τυλιγμένα μέσα σε μαβιές, πάνινες θήκες, κάτω απ' τη μασχάλη, σκονισμένοι, βιαστικοί, να φθάσουν κάτω στο γυαλό. Γύριζαν ψηλά απ' το χωριό ξενυχτισμένοι σε ξεφαντώματα.
Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπε — προσκυνώ τη χάρι της — σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν