United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοπή =το κοπάδι, — Κοτάω =τολμώ. — Κρούει ο ήλιος =βγαίνει, ανατέλλει, χτυπάει. — Καρβανάρος , Ο αφέντης του καρβανιούΚράκουρα . η άκρα άκρα του ψηλού βουνούΚαπρί , αγριογούρουνο. — Κλαπατάρια , φτερούγες των πουλιώνΚούροι και κούρος Ο κουρεμός του κοπαδιού. — Κωλόκουρα , τα μαλλιά που βγάζουν κουρεύοντας τα πισινά των προβάτωνΚολτσίδες αγκάθια που κολλούν τα μαλλιά των προβάτων τα λεν και σκάλια από το σκαλώνω. — Καπούλια τα πισινά των ζώων. — Καταγός ποταμού ή αυλακιού, η πηγή, το κεφαλάρι, Γκλάβα εις Πωγώνιον της Ηπείρου. — Κλίτσα και αγκλίτσα , το ραβδί των ποιμένων. — Κόθρα τα ξύλινα στέφανα που δένουν τα κουδούνια και τα περούντους λαιμούς των προβάτων. — Καυκί =ξύλινον αγγείον. — Κιβούρι =το φέρετρον του νεκρού. — Κουρμαίνομαι , αφικράζομαι, ακροώμαι.

Τώρα λες όχι, αργότερα όμως θα πεις το ναι. Είναι για γέλια;» «Σαρδόνια γέλιαειρωνεύτηκε από πίσω η Πατσάνα, χαμηλόφωνα και έσπρωξε την Στεφάνα για να την κάνει ν’ απαντήσει άσχημα στο αφεντικό. Η γυναίκα όμως ήταν πολύ αξιοπρεπής και δεν καταδέχτηκε να συνεχίσει το αστείο. Έτσι δεν άνοιξε το στόμα της μέχρι που το αφεντικό με τον Έφις βγήκαν μαζί.

Είχε λάβει δύο κληματίδας λεπτάς απ' την πλουσίαν αναδενδράδα της αυλής του, τα είχε τυλίξει με βαμβάκι, κ' εκόλλησεν επάνω ολίγον χρυσόχαρτον, το οποίον εύρε εις τα συρτάρια των εργοχείρων της γυναικός του, περίσσευμα από στέφανα άλλων γάμων, επειδή η Χατζίνα ηγάπα τα τοιαύτα κοινωνικά χρέη, και συχνά εγίνετο συντέκνισσα εις ανδρόγυνα, και νονά εις βρέφηακούουσα εκάστοτε την συνήθη εγκάρδιον ευχήν : «Όπως έτρεξες με το λάδι, να τρέξης και με το κλήμα, συντέκνισσα» — δηλ. να ζήση να στεφανώση τα νεοφώτιστα, όσα είχεν αναδεχθή.

Να μην ιδώ ποτέ καλόν εάν αυτός ο γάμος δεν έβγη καλορρίζικος. Τον ξεπερνά τον πρώτον! Πλην και να μη τον ξεπερνά, απέθανεν ο πρώτος· ή, και να μην απέθανε, δεν καταντά το ίδιον αν ζης χωρίς να χαίρεσαι τα στέφανα εκείνα; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Με την καρδιάν σου ομιλείς; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Και μ' όλην την ψυχήν μου. Ει δε καρδιάν μου και ψυχήν κατάρα να ταις εύρη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αμήν! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι είπες;

Και αφού απέθανεν εκείνη δέκα ημερών λεχώ, και απέθανε και το παιδίον δωδεκαήμερον, αφού εβαπτίσθη, η θειά-Αρετώ, την οποίαν τινές των καλών γειτονισσών είχαν επονομάσει «η Χρονίστρα», και άλλαι πάλιν την έλεγαν απαισίως η «Αχρόνιαστη», και πάλιν άλλαι την ωνόμαζαν ευφήμως «η Χρονιάρα», έλαβε τα στέφανα του γάμου, έκοψε και μέρος από τους «φωτεινούς χιτώνας» και τα «κουκούλια αγαλλιάσεως» του μικρού, και τα έφερεν αφιέρωμα εις τον ναΐσκον της Παναγίας.

Ποιος θα με σώση, ποιος θα μου είναι βοηθός απ’ τους θεούς, απ’ τις θεές; Τι άλλο μου μένει το λοιπόν ή να προσπέσω εγώ στ’ αγάλματα των πατρικών θεών; Αλλοίμονο, ω αθάνατοι, με τους λαμπρούς βωμούς, καιρός τ’ αγάλματά σας ν’ αγκαλιάζομε, τι να στεκόμαστε να πολυαναστενάζομε; Ακούτ’ ή δεν ακούγετε ασπίδων χτύπο; Πότε θενά τα ντύσομε λιτανευτά με πέπλους και με στέφανα αν όχι τώρα; Είδα έναν χτύπο, βρόντημα όχι από ’να δόρυ.

Είτα ευλόγησε τα στέφανα και υπέδειξεν εις τον σύντεκνον πώς θα τ' ανταλλάξη τα στέφανα. Είτα εκέρασε τους νεονύμφους το κοινόν ποτήριον, τέλος εχόρευσε μαζί τους τον χορόν του Ησαΐα, κ' έκαμεν απόλυσιν. Την στιγμήν που ο Φαναριώτης ήλλαζε τα στέφανα επάνω στα κεφάλια των νεονύμφων, τρεις μεγάλες κανονιές εβρόντησαν επάνω στο κατάστρωμα, εκ των πλευρών του πλοίου.

Ο Έφις άρχισε να τρέμει τόσο δυνατά που το χέρι του επάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χοροπηδά. Τότε ο ντον Πρέντου άρχισε να γελά με εκείνο το άχαρο και όλο κακία γέλιο του αλλοτινών καιρών. «Δεν πιστεύω να θέλεις να την παντρευτείς εσύ! Για σένα έχω τη Στεφάνα, το ξέρεις

Να, τώρα που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γρηά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κ' ήθελε να γένη ο γάμος τώρα . . . Εγώ είπα να γένης πρώτα καλά εσύ, κ' ύστερα να μας βάλουν στέφανα . . . Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλίση . . . Ως τόσο, είσαι και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;

Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.