Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. ΒΕΡΑΘα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ. ΦΛΕΡΗΣΈσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου; ΒΕΡΑΑν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε.

Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Μα τόδε του Φυλέα ο γιος κι' ομπρός πηδάει και ρήχνει, 520 μα δεν τον πήρετι έκανε παρέκει, κι' ο Απόλλος του Πάνθου γιο δεν άφινε να πέσει εκεί στους πρώτουςΜον μες στα στήθια κάρφωσε τον Κροίσμο, που βροντώντας πέφτει βαρύς.

Δεν κάνει ναπυριαστούμε κιοί γίδιοι για να μη μάςε πιάση το βλάβος; είπεν ο Μπαρμπαρέζος εξάγων τα «πυροβολικά του» διά να ανάψη το πελώριον τσιγάρον το οποίον είχε κατασκευάση. Εγώ αυτό θα κάμω με τον καπνό. Δεν τσ' αφίνεις, μωρέ άθρωπε, αυτές τσανεμοκουβέντες; Κάθα καλοκαίρι την ταχυνή πέφτει αυτή η καταχνιά.

Τον ελαβώσανε... 'Σ το χώμα γέρνει, Το βόλι εχώνεψε μεςτα πλευρά. Πέφτει ταπίστομα σιγά ξεσέρνει Σα φίδι κρύβεται μεςτα κλαριά. Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του Κ' εκείνος έτρεχεν ολονυχτύς Πατεί, σωριάζεται, σβυέτ' η καρδιά του... Πούσ' Αστραπόγιαννε να τόνε ιδής;...

Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε. — Τι θέλεις να μας πης, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι' αγαπάη το Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρης του λόγου σου. Ο Μαθιός κοκκίνησε ως ταυτιά. — Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν' αγαπήση όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.

Και είναι άθρωπος με γνώσι Να δανείση και καμπόση, Και όχι ως λεν αυτοί, ζουρλός Σας παρακινάω φίλοι, Με αληθοσύνης χείλι, Κατηγόρια ν' αφεθή· Κι' όπου τύχη να τον βρήτε, Πρόθυμα όλοι να τον φτιύτε, Για να μην αβασκαθή. Σ υ μ β ο ύ λ ι ο ν Γ ι α τ ρ ώ ν Γιός ολομονάκριβος, γονέων ευγενών, Μ' αρρώστιας πέφτει βάσανο παραδαρμό δεινόν.

Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του από τον πόνο. Άξαφνα όμως πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και χύνεται ξιφιός απάνω του. — Ή μ' αφίνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά! — Α! όχι· εδώ σφαζώμαστε. Και τραβά ο Ραφαλιάς τον φοβερό λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα το σχοινί δυο φορές ζητώντας αέρα.

Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη, Πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μουΆστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη, Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη, Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο. Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα. »Αδέρφια παλληκάρια μου!

Εις το τέλος, χωρίς να προφέρη μίαν συλλαβήν, την έσπρωξε με βίαν από κοντά του και της επέταξε κατάμουτρα το ποτήρι γεμάτο από κρασί. Το πτωχό κορίτσι εσηκώθηκεν όπως ημπορούσε καλύτερα, και χωρίς να βγάλη ούτε ένα αναστεναγμόν, επήρε την θέσιν της εις τα κάτω της τραπέζης. Επί ένα λεπτόν επεκράτησεν απόλυτος σιγή· θα ημπορούσα ν' ακούσω ένα φύλλο ή ένα φτερό που πέφτει.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν