Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


να σας σκορπίσουν», ο άρχοντας προστάζει και φεύγει· στη ματιά του αστράφτει οργή. «Η πείνα, η δυστυχία δε σας σπαράζει; Λεήστε μας! δεν είστε χριστιανοίβογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει, άλλος πέφτει στη γη γονατιστός· μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει κι ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.

Και τι κάμνει ο Κυνήγιος; Δυναμωμένος με φανατικούς, ίσως και πεινασμένους, Επισκόπους και Καλόγερους, πέφτει σαν πληγή μέσα στη δύσμοιρη την Ανατολή. Και σα να μην έσωναν τόσες καταστροφές, έβαλαν και μια δική τους, τη μεγαλήτερη και τη βαρβαρώτερη.

Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχη, Ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει· 160 Ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγόνει· Και κλέγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιόνει. Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει, Και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει· Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ· 165 Και θέλει να ήταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.

τα χόρτα το καθίζει Πέρνειτη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει, Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καρυοφύλλι, Πλένει το στόμα το βουβό καιτα νεκρά τα χείλη Βρίσκει ο Λαμπέτης άσβυστο σαν νάταν πετρωμένο Του γέρου το χαμόγελο γλυκ' αποκοιμημένο. Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότ' ένα δάκρυ πέφτειτο πρόσωπο του κλέφτη.

Ώρμησαν με τα κοντάρια χαμηλωμένα και χτυπήθηκαν. Ο βαρώνος της Νάντης έσπασε το δικό του χωρίς να κλονίση τον Καερδέν που μ' ένα πειο σίγουρο χτύπημα παραμέρισε την ασπίδα του αντιπάλου και του βύθισε το μαυρειδερό σίδερο στο πλευρό, ως τη λαβή. Αναποδογυρισμένος από τη σέλλα ο ιππότης ξεφεύγει από της σκάλες και πέφτει.

Εκεί ο γερός Μενέλας σιμά του αμέσως βρέθηκε κρατώντας το κοντάρι. Με περικάλια ο Άδραστος του πέφτει στα ποδάρια 45 «Πάρε με, αφέντη, ζωντανό, και ξαγορά θα λάβεις. Έχει μεγάλους θησαβρούς στου πλούσιου μου πατέρα, χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο· και θα μετρήσει ο γέρος μου πολλά για να με σώσει, αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια50

Είπε, και σιώντας τόρηξε· μα του Διός η κόρη με μια πνοή τ' αλάργεψε μακριά απ' τον Αχιλέα, φυσώντας το αλαφρά αλαφρά· κι' αφτό γυρίζει πίσω 440 και πέφτει χάμου, αφτού μπροστά στου Έχτορα τα πόδια. Χύνεται ο άλλος σα θεριό, με λύσσα κι' αλυχτώντας φριχτά· μα του τον άρπαξε ο Φοίβος, έτσι αμέσως σα δα θεός, και με πυκνό τον σκέπασε σκοτάδι.

Ταριστερό φτερούγι του Βελισάριου ως τόσο άρχισε να στενοχωριέται. Μια στιγμή μάλιστα έσπασαν και σκορπιστήκανε. Βλέποντας αυτό το πάθημα οι Ούνοι τρέχουν καβάλλα καταπάνω στους Πέρσους. Προφταίνει όμως ο Φάρος με τους Ερουλούς του, πέφτει στα πισινά τους, και τους κομματιάζει καθώς έφευγαν τρομασμένοι. Έγινε τώρα η προσβολή γενική. Γέμισε ο τόπος Πέρσους νεκρούς.

Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κ' έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτεινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.

Κυνηγώντας, κυνηγώντας θα βγήκαν εκείθε. — Μπορεί, είπεν ο ψαράς. Μπορεί, γιατί πήραν και ζαϊρέ μαζί τους. Ίσια με το δειλινό, άκουα τουφεκιές πέρα κατά τις καλαμιές. Αν δε βγήκαν ακόμα, και τους βρήκε αυτή η διαολοαντάρα, θεός να γλύση μονάχα. — Ε! τι καταχνιά είν' αυτούνη, έκαμε ο μηχανικός. Ίσα με δυο ώρες και πέφτει, ξαστερόνει.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν