United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μάτια σου τα μάβρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ και να μην τα θαμάζω και να μην τα πονώ τα μάτια σου τα μεγάλα. Εσένα δε σου κοστίζει να θυσιαστής. Εσύ το σκοπό μονάχα κοιτάζεις. Εσύ γεννήθηκες με την πίστη. Εσύ έμαθες την πομονή, εσύ για τα γενναία συνεπαίρνεσαι. Κ' η πομονή σου, τα γενναία θα σε κάμη ναπολάψης.

Κάτω στο βάθος είχε αφήσει τον τόπο όπου έκανε το έγκλημα, επάνω, προς τα βουνά, ήταν ο τόπος της μετάνοιας. Ο καιρός ήταν καλός∙ οι κοιλάδες είχαν κιόλας χορταριάσει και οι βίγκες άνθιζαν σαν μάτια χαμογελαστών παιδιών. Ένα δίχτυ από ρυάκια γυάλιζε ανάμεσα στο πράσινο στις κατηφοριές και το ποτάμι μουρμούριζε ανάμεσα στα σκλήθρα.

Ο Ήλιος απ' αλάργα Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει, Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση. Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.

Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με στα μάτια του άγρια χαρά. Τρομερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ' αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μοναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Είμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας.

Και στα βάθη του αυτό το κύμα έκρυβε τη δύναμη και την αρρώστια-κ' η αρρώστια λαχταρούσε τη δύναμη, την κοιμισμένη. . . Και το κύμα έπεφτε από πάνω από της Βεργινίας το αδυνατισμένο κορμί και φιλούσε της Λιόλιας, που κοιτότανε στο πάτωμα, το γλυκό παρθενικό κεφάλι. . . Όλη τη νύχτα τα μάτια της Βεργινίας ασπρίζανε μες στο σκοτάδι που χύθηκε βαρύ και βουερό σαν απόσβησε το καντήλι, ορθάνοιχτα.. κ’ έκαναν τον ίδιο δρόμο πούκαναν όλη την ημέρα: απ’ το μέρος του Νίκου κατά το μέρος της Λιόλιας-χωρίς να βλέπουν. . .ως που ξημέρωσε Και περνούσαν οι μέρες. . . Όταν ο Νίκος τη ρωτούσε τώρα τη Βεργινία πως ήτον και της μιλούσε με τόση γλύκα, με τόσα πολλά λόγια-αυτός που άλλη φορά σε μιαν εβδομάδα μέσα δεν εύρισκε τόσες λέξεις να της πη-και με μιαν ηχερή φωνή που σα νάτρεμε κρουσταλλένια κάτι χαρούμενο μέσα της, και μονάχος του της έδινε να παίρνη τα γιατρικά της και της μετρούσε τις στάλες σα να τις χαιρόταν κι αυτές ακόμα, και της έκοβε τη μπριζόλα και της βαστούσε το πιάτο της σούπας της με το χτυπητό αυγό, για να μη σηκώνη πολύ το χέρι της και κουράζεται,-η Βεργινία κυττούσε μονάχα τα μάτια του.

Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιουγια τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάνταΜα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο, ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Αλλοίμονον!

Στην πλατειά ούγια του ποδόγυρου σειρά ζουγραφιές παρασταίνουν την προσκύνηση τω Μάγων. Στα στήθια της άλλο δεν βλέπεις παρά πολύτιμα πετράδια, και τα μαλλιά της αστράφτουνε στο διαμάντι και στο μαργαριτάρι. Έτσι κ' η αψηλή και καταστόλιστη κορώνα της λάμπει μέσα στ' αλώνι που την τριγυρίζει. Κάθε πρόσωπο της εικόνας εκείνης, σύμμετρο και κανονικό, με μάτια μεγάλα, μόνε σα ορθάνοιχτα κάπως.

Με βρόντους βαριούς σιδερικών, με σπαθιών χτύπους, με βουή μεγάλη και τρομερή ποδοχαλή πλάκωσε όλος ο λόχος πάνω. Εμπουκάρησε με λόχη στα όπλα μες το προάβλιο, που με των καταδίκων τα παλιοτσάβαλα, σωρούς ολόγυρα απλωμένα ακόμα, έμοιαζε μέσα εβραιοπάζαρο σωστό. Δύο φαντάροι ήταν βαριά πληγωμένοι. Ένας βαρυποινήτης του Εφτά που τάχε πριν ζυγά τα μάτια, το έπαιξε το ένα στο φοβερό το σπαθοπόλεμο.

Ο αητός χαρούμενη κραυγή, κραυγή της νίκης χύνει, Κι' έρχεται με το ταίρι του και του γιδιού τα σπλάχνα, Τ' ανοίγουν με τα νύχια τους. Το ψυχομαχητό του Τους αγαλλιάζει, τους μεθάει, κι' από τ' αγάλλιασμά τους Κι' από το μέθυο ανάβεται, φλογίζεται η ματιά τους. Κι' όταν θερμό τελεύεται του κυνηγού το γαίμα Μπήγουν οι δυο τους το ραμφί και πίνουν και χορταίνουν.

Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670