United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τότε που πέθανε ο Σβεν και δεν μπορούσε νακούη την κρυστάλλινη φωνή του να σμίγη με τους ήχους του πιάνου, η γυναίκα μου δεν ήθελε να τραγουδήση τους σκοπούς, που τους άκουγε πάντα μόνο εκείνος. Μόλις πίστευα τα μάτια μου όταν την είδα να καθήση στο πιάνο και ναρχίση να παίζη. Και σε λίγο αντηχήσανε στην κάμαρα τα λόγια: Λευκέ μου κύκνε, βουβέ, νεκρέ, δε θα σ' ακούσω τώρα ποτέ.

Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί αποπάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι. Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε απάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασιλιάς ανασηκώθηκε με κόπο.

Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος. Κάποιο απόγευμα η μεγάλη μπάντα του καραβιού άρχισε να παίζει πίσω στην πρύμη. Ο κυβερνήτης έδινε τσάι στους αξιωματικούς ενός ξένου θωρηκτού, που βρισκόταν αραγμένο εκεί.

Αυτοί όμως που βρίσκονταν δώθε από το τοιχάκι δεν τον άφηναν ήσυχο να ατενίζει μια τέτοια ομορφιά. Εκείνος δεν έστρεφε πλέον το πρόσωπο προς αυτούς∙ μόνο μια μέρα ένα χέρι που ακούμπησε στον ώμο του και μια φωνή που τον καλούσε σιγά σιγά στο αυτί τον έκαναν να τιναχτεί. «Έφις! ΈφιςΤο πρόσωπο του Τζατσίντο, τα γλυκά του μάτια, υγρά από συμπόνια ήταν καρφωμένα επάνω του.

Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου.

Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι' αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είνε στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράμματα βλέπομε με τα μάτια μας.

Και να που σιγά σιγά όλα μαζεύονται τριγύρω, περνούν μέσα από τις σχισμές, όπως οι αχτίδες του φεγγαριού: είναι η ντόνα Μαρία Κριστίνα, όμορφη και ήρεμη σαν αγία, είναι ο ντον Τζάμε, κόκκινος και βίαιος σαν το διάβολο, είναι οι τέσσερις θυγατέρες που στο χλωμό τους πρόσωπο έχουν την ηρεμία της μητέρας τους και βαθιά μες στα μάτια τους τη φλόγα του πατέρα, είναι οι υπηρέτες, οι υπηρέτριες, οι συγγενείς, οι φίλοι, όλος εκείνος ο κόσμος που πλημμυρίζει το πλούσιο σπίτι των απογόνων των Βαρόνων της περιοχής.

Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο!

Ήνοιγε από καιρού εις καιρόν τα μάτια, ησθάνετο ότι είνε πλησίον του η αδελφή. — Μπέλλα, εψιθύρισε μίαν φοράν, δε θέλω ν' αγρυπνάς και να κουράζεσαι· άμε . . . Και έδιδε εις την φωνήν του τονον θυμωμένου. Εκείνο όμως που τον επείραζε πολύ ήτο η απουσία του γαμβρού του. Ησθάνετο το τέλος εγγίζον και συχνά εψιθύριζε, ερωτών αν ήλθεν ο Καραγιάννης. — Ήθελα να τον ήβλεπα.

Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρης είναι τι λογής γυναίκα είταν η μάννα μου, και με τι λογής μάτια μ' έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με καλό αρχίζουμε τη δουλειά μας. Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάννας στο νου μου μέσα, είτανε σα μ' ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάη στην Εκκλησιά. Πρέπει να είμουν ως τεσσάρω χρονώ.