Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις δεν απάντησε∙ έκλεισε τα μάτια, έκλεισε με το χέρι το αυτί, αλλά η φωνή του παιδιού βούιζε μες στο σκοτάδι και του φαινόταν να είναι εκείνη η ίδια η φωνή των πνευμάτων του παρελθόντος.

Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;

Εφηρμόζετο πιστά, πιστότατα εις τον θάνατον του γέρω Γκόρα· ήτο ακριβής έκθεσις της διαθήκης του. Ο Μάρτης εμειδίασε χαιρεκάκως ενθυμηθείς την γρηά Γαλανήν. Επειδή δε ανέμενε την κατάστασιν αυτήν του Φλεβάρη, όστις με δύο τρία ποτήρια ακόμη θα έπιπτεν αμέσως από της ευθυμίας εις τελείαν μέθην, εις αποκτήνωσιν, έπαυσε να τον κερνά και είπε: — Εγώ, ξέρεις πως σ' αγαπώ 'σαν τα 'μάτια μου.

Η νήσος είναι κρηπίδωμα βράχου· τούτο προ εκατόν περίπου ετών μία κυρία περιέκλεισε γύρω με πρόχωμα από πέτρας, το εσκέπασε με χώμα και εφύτευσε τρεις ακακίας· αι ακακίαι σκιάζουν σήμερον όλο το νησάκι. Η Μπαμπέττα ήτο τελείως μαγευμένη με αυτό το τοπείον· εις τα μάτια της ήτο το ωραιότερον από όλον το ταξείδιον· εκεί επάνω έπρεπε να υπάγη κανείς, εσκέπτετο, εκεί θα ήτο θαυμασίως ωραία.

Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν ως που έκλεισε τα μάτια. Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του.

Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.

Στην αρχή ώκνευαν· κάποτε γύρισαν να ιδούνε πίσω τους. Έπειτ' αγνάντεψαν ψηλά το διάσελο· τάχυναν το βήμα τους. Το σκυλί γαύγισε πάλι πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια, πήρε πηλαλώντας τον ανήφορο. Τα πουλιά ξανάρχισαν το λάλημα. Τ' ασήμια της λυγερής γέλασαν απάνου της. Η Μητροκούλενα έβαλε το χέρι στα μάτια να ρίξη το φως τους στη διαβάτισσα χαρά.

Ρίχνει θλιβερές ματιές σε κείνην που λατρεύει, αλλά ο σεβασμός που της έχει κ' η παρουσία του πατέρα της τον εμποδίζουν να μιλήση, ν' ανοίξη το στόμα του, και της μιλεί μόνο με τα μάτια. Ωραία Φιλίς, πολύ πονώ, πολύ για σε υποφέρω· άνοιξε πεια τα χείλη σου κι' άνοιξε την καρδιά σου και πες μου ποια είν' η μοίρα μου· να ζήσω ή να πεθάνω; Δεν μπορείς τον πόνο μου να νοιώσης.