Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Μα το στόμα της έκανε μια καμπύλη σαν κλάμα και δεν καταλάβαινες πως γέλαγε παρ’ απ’ τη γλύκα που φώλιαζε σε κάτι λακκάκια και μέσα στις γωνιές των χειλιών της κι απ’ τα μαργαριτάρια που φέγγριζαν ανάμεσα στων χειλιών της τα υγρά κι ανοιγμένα ανθόφυλλα. . . Κι ο Νίκος έσκυβε απάνω στα μαλλιά της: το πρόσωπο του ήτονε χλωμό σα να φωτιζόταν από μέσα και στη χλωμάδα αυτήν τα μάτια του ξεχώριζαν ακόμα πιο σκούρα μες τα ματόκλαδα, σα βαθύ νερό σκιασμένο από κλαριά... . . Κάθε φορά που την άρπαζε τη Λιόλια σαν απ’ τον εαυτό της χαμένη στην αγκαλιά του, έσφιγγε τα χείλια του για να μην πετάξη η άχνα της ψυχής του, ξεροκατάπινε με το καρύδι πηγαινοερχάμενο από κάτι αλάλητο που τούκανε το σάλιο κόμπο και τούκλεινε το λαιμό, έρριχνε πίσω το κεφάλι, σάμπως να του ταρπάζη ο πόθος αποπίσω, στα δυο του τα χέρια, και να του το γύριζε τανάστροφα φιλιώντας του το στόμα. . . « Παντεσπάνι ! Παντεσπάνι ! » -φωνάζανε μερικοί πούχανε βαρεθή πια να περιμένουν την πόλκα να τελειώση για να βρουν κι αυτοί ντάμα.
Η γυναίκα τότε με την κλαψάρικη φωνή, μπήκε μέσα, κρατώντας στην αγκαλιά της, τυλιγμένο σ' ένα μαυροκόκκινο παλιό χράμι ένα παιδάκι, που μόλις φαίνουνταν έξω το κατάχλωμο σαν κερί κεφάλι του, με κλεισμένα μάτια.
Και της Αννούλας το τραγούδι, και τα λόγια του Γέρο Βασίλη, και της μάννας οι ιστορίες. Δεν είταν η Λενιώ από κείνες τις αθώρητες τις Νεράιδες ή τις Βασιλοπούλες που μας μαγεύουνε στου χειμώνα τα παραμύθια. Τάβλεπα ολοζώντανα τα γαλανά της τα μάτια, το λαμπερό μέτωπό της, τα ξανθουλλά της μαλλιά. Δεν άργησε η απόλυση.
Το πρόσωπο εκείνου του παππά έλαμπε από ξυπνητάδα· τα μάτια του γλυκά γλυκά και γελαστά· είχαν όμως και την πονηριά τους. Περιοδικά, φημερίδες, εβρωπαϊκά βιβλία, τα παρακολουθούσε, τα διάβαζε όλα. Τον είδα και τον αγάπησα εκείνο τον παππά. Τι περιποίηση που μου έκαμε! Δε μ' άφινε να φύγω· πρώτα να μου χαρίση και το κομπολόγι του. Το κομπολόγι σου, παππά μου, θα το φυλάξω και μη σε μέλη.
Φαντάσου τόρα που σου γράφω, απάνω από εκατό ζευγάρια μάτια με κατατρώγουν. Και δε φτάνουν οι αρσενικοί, έχω και τους θηλυκούς. Τι χαριτωμένες γυναίκες οι επαρχιώτισσες!...Βιζαβί μου μπόλικες. Να αυτή η χοντρή και παχειά σαν βουτσί με τα δύο κορίτσιά της, κάτι μιξάρικα σιχαμένα, που θάταν όμορφα κορίτσια, αν ήξεραν να ντυθούν και να μιλήσουν.
— Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ' άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο. — Βέβαια πως μ' άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κ' η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρη την ακριβή μου μια μέρα.
ΠΡΩΤ. Δεν γνωρίζω, Μενέλαε, εις ποίον άλλον δύνασαι να πιστεύσης, αφού δεν πιστεύεις τα μάτια σου. ΜΕΝ. Είδα, αλλ' είνε απίστευτον και τερατώδες ο ίδιος να είσαι φωτιά και νερόν. 5. &Πανόπης και Γαλήνης.& ΠΑΝ. Είδες, ω Γαλήνη, χθες τι έκαμεν η Έρις εις την Θεσσαλίαν κατά το δείπνον, διότι δεν είχε προσκληθή και αυτή;
Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.
Κατόπιν ανέφερε και τον γύπα ορκιζόμενος ότι τον είδε με τα μάτια του να πετάξη εκ της πυράς, δηλαδή τον γύπα τον οποίον εγώ προ ολίγου είχα πετάξη διά να τον βλέπουν οι ηλίθιοι. Δύνασαι τώρα να φανταστής ποία θαύματα θα επακολουθήσουν ότι θα φάνουν μέλισσαι εις τον τόπον της πυράς και τέττιγες και κορώναι και αλλά τοιαύτα, όπως εις τον τάφον του Ησιόδου.
Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα: «Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν