Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Η θεια Πασκαλιά δεν πολύπαιρνε από μαριολιές. Στα γουρουνάκια της περίφημη, καλή και για να πηγαίνη στην εκκλησιά, μα πιο μακρήτερα το μυαλό της δεν έφτανε. Κάτι άκουσε κι αυτή για το σκοτωμό του Πανάγου, μα να βάλη ο νους της δυο και δυο κοντά και να τα κάμη τέσσερα, αυτό δεν το κατάφερνε η θεια Πασκαλιά. Συλλογίστηκε μονάχα να πάη στο λείψανο, κ' έβαζε τη μαύρη της μαγουλήκα σαν έμπαινε η Ασήμω.
Έπειτα ξεσκέπασε λίγο το σώμα, ξαπλώθη κοντά του, δίπλα στο φίλο της, του φίλησε το στόμα και το πρόσωπο, και τον αγκάλιασε σφιχτά. Κορμί με κορμί, στόμα με στόμα, παραδίνει έτσι την ψυχή της, και πεθαίνει κοντά του για τον πόνο του φίλου της.
Διότι θα επροτιμούσα ασυγκρίτως να παραμένουν οι συλλογισμοί μου και να είναι θεμελιωμένοι αμετακίνητοι, παρά κοντά εις την σοφίαν του Δαιδάλου να αποκτήσω και τους θησαυρούς του Ταντάλου . Αλλά είναι αρκετοί πλέον αυτοί οι αστεϊσμοί.
Αλλά περί της μεγαλονοίας του Βηλαρά, όλος ο θαυμασμός των συμπολιτών του, και όλοι οι έπαινοι των ομογενών του θα ενομίζονταν ίσως φιλοπροσω- πία, κοντά εις την αδέκαστον μαρτυρίαν όπου ο περίφημος Άγγλος ιατρός Ενρίκος Όλλανδ κατα- χώρισε περί αυτού εις τας κατά την Ελλάδα περιη- γήσεις του, γενομένας τους 1812 και 1813, και τυ- πωμένας εις Λονδίνον.
Τότ' ίση ο Δίας άπλωσε και για τους διο τη μάχη, 336 ενώ απ' την Ίδα κοίταζε· κι' αφτοί χτυπιούνταν κάτου. Εκεί άρπαξε ο Αγάστροφος ο στρατηγός στο μπούτι μια απ' το Διομήδη κονταριά· και να σωθεί δεν είχε κοντά του αμάξι, κι' ακριβά το πλέρωσε το λάθος. 340 Τι αφτά τα βάσταε ο παραγιός μακριά, και με τους πρώτους πεζός ο ίδιος έτρεχε ως που τον βρήκε ο χάρος.
Κι' απ' το καστρί όταν άκουσαν κοντά στα βόδια αντάρα 530 σα δικαζόντουσαν μπροστά στους γέρους καθισμένοι, πηδούν στ' αμάξια μέσα εφτύς και τρέχουν ναν τους πιάσουν. Κι' όταν σε λίγο ζύγωσαν, παράταξαν τους λόχους κοντά στην ακρορεματιά, και πιάνουν στέρια μάχη κι' ένας τον άλλον κάρφωνε με το χαλκένιο τ' όπλο.
Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν' αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα.
Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα, και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω, λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520 'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, ΟΜΗΡΟΥ κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν 'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540
Δε ρωτούσανε καλήτερα τον ποιητή το Ρωμιό; Αφτός, ησυχία του είναι να μην προσέχη σε τίποτις, ο λυρισμός του, η ποίησή του, το ύψος του είναι να βάζη μια λέξη αρχαία κοντά σε μια δημοτική, έναν τύπο δημοτικό πλάγι πλάγι μ' έναν αττικό τύπο, κάποτε το ίδιο να μας το λέη όπως το λέει ο δάσκαλος, κάποτε πάλε όπως το λέει ο λαός. Χαρά του νανακατέβη καθαρέβουσα και δημοτική.
Σ' αυτόν θα παραπονεθώ και αυτός θα με παρηγορήση, έως ότου έλθης, και θα πετάξω να σε προϋπαντήσω, να σε δράξω και θα μένω κοντά σου, μπρος στο πρόσωπο του απείρου, σ' ένα αιώνιον εναγκαλιασμό. «Δεν ονειρεύομαι, δεν παραληρώ. Κοντά στο τάφο βλέπω πιο καθαρά! Θα είμαστε μαζί! θα ξαναϊδωθούμε! Θα ιδώ τη μητέρα σου! Ναι! Θα την ιδώ, θα την εύρω!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν