Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν.

Αργά, νυσταγμένοι σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι. Καθένας πήρε το κελί του. Ο ηγούμενος με πήγε ίσια με το κελί που θα περνούσα τη νύχτα μου, με ρώτησε αν ήθελα κι άλλες βελέντζες για σκέπασμα κ' έφυγε: — Καλή νύχτα, κι εγώ τόρα θα πλαγιάσω εδώ κοντά, πλάι-πλάι έχουμε τα κελιά μας απόψε. Καλό ξημέρωμά σας... Έκλεισα τη σαρακοφαγωμένη πόρτα και ξαπλώθηκα στο ξύλινο κρεββάτι.

Μα τότε εκεί ο λεβέντης γιος τον ένιωσε του Βαίμου, 575 ο Βρύπυλος, π' απ' τις πυκνές ρηξές στενοχωριούνταν, και πάει κοντά του στέκεται και ρήχνει το κοντάρι, κι' ένα αρχηγό, τον Απισά, βαράει, το γιο του Φάψη, στο σκώτι, κάτου απ' τη σκεπή, κι' εφτύς τον χαντακώνει· έπειτα ορμάει κι' απ' τ' άρματα αρχίζει να τον γδύνει. 580 Μα τότες ο θεόμορφος μόλις τον είδε Πάρης π' αρπούσε την αρματωσά, αμέσως το δοξάρι πισωτραβάει απάνου του, και στο δεξύ μερί του με τη σαΐτα τον τρυπάει.

Είχε βγη τ' απομεσήμερο να περιδιαβάση κατά την συνήθεια του, και βυθισμένος στους στοχασμούς του ξεμάκρινε τόσο από την πολιτείαν, οπού όταν το εδοκήθηκε, ήταν πολύ κοντά να νυχτώση, και αδύνατο να γυρίση οπίσω.

Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα·Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;.. Εχαμογέλασε ντροπαλά.

Καλότυχον μαχαίρι, χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω! Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε, και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον. Τι θέαμα ελεεινόν!

Ξεκίνα εσύ να κάνεις το καθήκον σου κι έπειτα εκείνη θα κάνει το δικό της…» «Τι μπορώ να κάνω, τι περνάει από το χέρι μου; Πιστεύεις ότι εμείς κανονίζουμε τη μοίρα μας; Θυμήσου τι λέγαμε εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ το θυμάσαι; Κι εσύ, εσύ ο ίδιος κανόνισες τη μοίρα σουΈσκυψε και ο Έφις κι έμειναν έτσι, κοντά κοντά, τόσο που ο ένας ένοιωθε τη ζεστασιά από το πλευρό του άλλου.

Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.

Τώρα πια, περίμενε με κάτω κ' ετοίμασε τα δώματα, κοντά σου να καθίσω. Εγώ εδώόλους αυτούς διαταγή θα δώσω στο ίδιο με σένα φέρετρο να βάλουνε κ' εμένα και να μ' απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου. Δεν θέλω ούτε νεκρός να χωρισθώ ποτέ μου από σένα, που μόνη μου έμεινες πιστή. ΧΟΡΟΣ Όλοι εμείς μαζί σου το πένθος θα κρατήσωμε, που αλήθεια της αξίζει.

Πετούσαν από πάνω τους και μέλισσες η μια κοντά στην άλλη, αδιάκοπα βουΐζοντας σαν νάκλαιγαν κι αυτές.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν