Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175 «Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα· θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180
Καθότανε ντροπαλή στην άκρη του καναπέ και ξέφτιζε τη φράντζα του τραπεζομάντηλου που ήτον είδος κινέζικο, μαυροκίτρινο, και τόχε αγοράσει η Βεργινία τέσσερες δραχμές από 'να γυρολόγο. . . 0 Νίκος στεκόταν ορθός στον κομμό και στριφογύριζε απάνω σε δυο του δάχτυλα την αλυσσίδα των κλειδιών του. . Ενόσω μιλούσε η θεια Ελέγκω, ξεχειλιστή απάνω στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, τα μάτια του Νίκου κύτταζαν τη σειρά κουμπάκια, τόνα κοντά στάλλο, πούχε μπροστά το σταχτί πολκάκι της Λιόλιας, που της ήτονε μικρό και την έκοβε φοβερά στις αμασχάλες: στην κάθε της αναπνοή τα κουμπάκια σπαράζανε μέσα στις κουμπότρυπές τους, σάμπως τα στηθάκια της τάγουρα να ωρίμαζαν εκεί μπροστά στα μάτια του και να γυρεύανε να κάμουνε φτερά να πετάξουν . . . Λαχτάρα μου! Η Βεργινία ήτον πολύ ξαναμμένη και μιλούσε με κόπο, μα και με μια ξεχωριστή ζωηράδα, λες και μάζευε όλη της τη δύναμη για να κρύψη απ’ τους ξένους το χάλι της.
Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.
Τώρα κοντά ένας μακρύς και με 'ψηλό καπέλο με χαμογέλοιο με κυττά, κι' όπου με 'δη με χαιρετά, χωρίς εγώ να θέλω. Ποιος νάναι; λέγω, και μ' αυτόν τη μνήμη μου σκοτίζω· και με κυττά και τον κυττώ, και χαιρετά και χαιρετώ, χωρίς να τον γνωρίζω. Μην ήναι μύωψ· σαν κι' εμέ κι' ευρίσκεται σ' απάτη; μην ήμαστε συμμαθηταί; μήπως εφάγαμε ποτέ μαζί ψωμί κι' αλάτι;
Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!
Έβλεπε τα καταπράσινα περιβόλια, τις πορτοκαλιές, τα νόστιμα τα σπιτάκια, τα χωριατόπουλα που παραιτούσανε τα παιχνίδια τους και στεκόντανε να σεριανίσουν τους ξένους, τις χωριατοπούλες που κρυφόσκυβαν από τα παράθυρα να τους καλοκοιτάξουνε· διάβηκε τέλος και πλάγι του βράχου, και το καλοξέτασε το πέτρινο το θεριό, ταμέτρητα τα λιθάρια που κρεμιούνταν από τις ράχες του, άλλα σα χτισμένα απ' ανθρώπινο χέρι, άλλα σα να τάβαλε ξεπίτηδες ο Θεός για να φοβερίζη τους αμαρτωλούς αποκάτω· είδε και τη λιθόχτιστη τη σκάλα με τα σιδερένια τα κάγκελα που ανέβαιναν οι Χριστιανοί στους Σπερνούς και στις Λειτουργιές — τα καμάρωσε όλα από κοντά και τα θάμασε, και θανέβαινε δίχως άλλο να προσκυνήση κι αυτός, μόνο που ο ήλιος τους παράδερνε τώρα κ' είταν κ' οι δυο τους αποσταμένοι.
Κ' ενώ ο Δάφνης έκανε θυσίες, συνέβηκαν τούτα στη Χλόη: καθότανε κλαίγοντας, βόσκοντας τα πρόβατα και καθώς ήτανε φυσικό λέγοντας: — Μ' ελησμόνησε ο Δάφνης· ονειρεύεται γάμους πλούσιους· γιατί τον έβανα να ορκιστή στα γίδια αντί στις Νύμφες; Τάφησε κι αυτά σαν τη Χλόη· μήτε ενώ θυσιάζει στον Πάνα και στις Νύμφες επιθύμησε να ιδή τη Χλόη· βρήκεν ίσως κοντά στη μάννα του δούλες καλύτερες από μένα· ας είναι καλά· μα εγώ δε θα ζήσω.
Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα 145 μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.
— Για νερό εδώ κοντά! — Κάθεσε με την Δεκοχτούρα, — Ναι; είνε κερά μου. — Είσαι πολύ καιρό μαζή της; — Ένα χρόνο. Κ' έκαμε να φύγη. — Μα σα να το γνωρίζω, είπεν ο Βασίλης. — Και πως σε λένε, μικρέ, το ρώτησε. — Ζώη! είπεν ο μικρός και απομακρύνθη. ΉΤΟ πολύ μελαγχολικός ο Κλέων την νύκτα εκείνην.
Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια, 'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση. Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι. Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν