Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Να πώς τέλειωνε το τραγούδι: «Σαν κατεβαίν' η Πούλια προς το βουνό, ας πετάξη το Ουρί της Αυγούλας ανάμεσα στις Ιτιές, κι ας ράνη με τη δροσιά του τα φτερά του αηδονιού που το λαχταρεί». Ιτιές εκεί άλλες δεν είχε παρά μερικές κοντά στο ποτάμι, λίγα βήματ' από τον πύργο. Στάθηκε μια στιγμή ο Ηλίας σιωπηλός, να δη αν είτανε θάνατος ή ζωή. Είτανε ζωή.

Ξεχωριστά στον άθρωπον, οπώχει αποφασίσει, Στον άλυσσό σου να δεθή καιταύτον ν' αποζήση. Γιατί φριχτά ωρκίστηκα στο όνομά σου απάνω, Σκλαβος σου αλευτέρωτος κοντά σου να πεθάνω. Πρώτα θα ιδής τη θάλασσα ωσάν τη γη ν' ανθίση, Κιαπέ ο πιστός ο δούλος σου θελά σ' απαρατήσει. Άντα να βγη ο αυγερινός κι' ο ήλιος οχ τη δύσι, Τότε η καρδιά μου, ξέρετο, θελά σ' αλησμονήση.

Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη. Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια.

ΔΗΜΗΤ. Λάβετε τους θησαυρούς της γης, την αφθονία· αποθήκες γιομάτες πάντα, αμπέλια φορτωμένα σταφύλια, δένδρα βαϊσμέν' από τώμορφο βάρος· η άνοιξη για σας να προφθάση εις τα τέλη του φθινόπωρου· η σπάνη και η χρεία να μην έρθουν κοντά σας ποτέ· ιδού απάνω στην κεφαλή σας της Δήμητρας ή ευχές. ΦΕΡΔΙΝ. Τούτο είναι λαμπρότατο θέαμα, κ' η αρμονία του μαγεύει. Μπορώ να τα στοχαστώ, πνεύματα;

Ένας τους στάθηκε στη μέση του δρόμου και κατάβρεξε τη σκόνη- Η Λιόλια στριμωγνόταν κοντά στο Νίκο-είχε βαρειά καρδιά. . . Όταν βγήκανε στου Μακρυγιάννη, τους έζωσε το πηχτό σκοτάδι κ' η ερημιά Κρύωνε η Λιόλια, έτρεμε η ψυχή της. . πήγαιν' ένα βήμα πιο πίσω απ’ το Νίκο τώρα. . . Δε μιλούσαν ολότελα : ό,τι είχανε να πουν, τόπανε στο χορό με τα μάτια τους. . κι αυτά πούχαν ειπωμένα, τώρα τους έκλειναν το στόμαόσο κοντεύανε σπίτι, ανάσαιναν πιο βαθιά κ' οι δυο τους, σα λαχανιασμένοι-ίσως νάτον απ’ τον ανήφορο και το πολύ τρεχιό ! Λίγο πριν να φθάσουνε στην πόρτα τους, καθώς ήτανε βουτηγμένοι στο σκοτάδι και στη βουνίσια μοναξιά, ο Νίκος έξαφνα, γύρισε, έπιασε τη Λιόλια απ’ το κεφάλι και τη φίλησε- . . Στην κάμαρη το καντήλι ήρεμο έφεγγε κ' έρριχνε μια γλυκειά θλίψη απάνω στο γαλάζιο ατλάζένιο πάπλωμα. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο ήτονε γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά.

μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι και βροντερή του αντήχησε η λαλιάκαθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι, όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά. «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς; μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθοςΣκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις

Και τώρα λοιπόν επίσης, είπεν ο Σωκράτης, προκειμένου διά το αθάνατον, αν μεν παραδεχθώμεν ότι το αθάνατον είναι και άφθαρτον, η ψυχή, κοντά εις το ότι είναι αθάνατος, θα ήτο και άφθαρτος. Εάν δε δεν παραδεχθώμεν, θα είναι χρεία άλλης αποδείξεως.

Ήταν, αγάπη μου, μια κόρη όμορφη σαν κ' εσένα και που στην εδική σου την ηλικία έβοσκε βόιδια πολλά· τραγουδούσε κι όμορφα και τα βόιδια της ευχαριστιόνταν με το τραγούδι της· και τα έβοσκε χωρίς αγκλίτσας χτύπημα, χωρίς βουκέντρας κέντημα, μόνο, καθούμενη κάτω από πεύκο και φορώντας στεφάνι πεύκινο, τραγουδούσε τον Πάνα και το Πεύκο. Και τα βόιδια με το τραγούδι έμεναν κοντά της.

Αφτοί σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 630 οι διο τους αγγονός και γιος του Συγνεφοσυνάχτη, πρώτα άνοιξε ο Τληπόλεμος το στόμα να μιλήσει «Πια ανάγκη, αφέντη Σαρπηδό, σε βιάζει εδώ να μένεις και να ζαρώνεις, που σπαθί σαν τι είναι εσύ δεν ξέρεις; Ψέματα λεν πως είσαι εσύ τάχα παιδί του Δία· 635 τι είσαι πολύ χειρότερος, όχι ίσος με τους άντρες που γέννησε του Κρόνου ο γιος στα περασμένα χρόνια.

Ας έρθη κι' αυτή, η καϋμένη, Στάθη, είπε του ανδρός της. Κοντολογής, ο άνδρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε και ολίγα ρουχικά μαζί. Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρρότσα. Εμείναμε δυο-τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Άι-Γιάννη του Ρέντη.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν