Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Μον τα γοργά με γλύτωσαν ποδάρια· αλλιώς, πιος ξέρει 885 σαν πόσα χρόνια στων νεκρών τον τόπο θα βογκούσα, ή ζωντανός θ' απόμενα χαλκοσακατεμένοςΤότες, τον στραβοκοίταξε του Κρόνου ο γιος και τούπε «Μην ήρθες, άστατο κορμί, κοντά μου και γκρινιάζεις! Άλλο θεό δε μάχουμαι εγώ καθώς εσένα, 890 τι πάντα θες λογοκοπές, θες φόνους, θες πολέμους.

Και πώς περνώ τη μοναξά μου; Μπροστά στα μάτια σου, που δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ζωγραφιά και μια ανάμνηση.,, Αχ ας μπορούσα να σέχω τώρα εδώ κοντά μου, κοντά στο άπειρο της γαλήνης τ' ουρανού και της θάλασσας! Και νάξερες πόσο το ωραίο αυτό κάντρο της φύσης μ' έχει πια κουράσει! Πώς περνούνε έτσι οι μέρες μου και πώς θα περάσουν ακόμα!

Καταλάβετε μάλιστα πολύ σωστά και πολύ φρόνιμα που δεν μπορεί κανείς να γράφη δυο γλώσσες, νάχη δυο τυπικά, δυο φωνολογίες, δυο γραμματικές, μια αρχαία και μια νέα, πλάγι πλάγι τη μια με την άλλη, — να κάμνη συμβιβασμούς , να βάζη κοντά κοντά, σαν που το είπαν, τον Περικλή και το βαρκάρη . Είδετε που τέτοιο σύστημα δεν έχει τον τόπο του.

Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. 115 Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μια του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην.

Τα ίδια τα συνηθισμένα, είπεν ο Αλκιβιάδης· Σωκράτους παρόντος, αδύνατον άλλος κανείς να έλθη εις επικοινωνίαν με την ωραιότητα. Και τόρα ακόμη τι εύκολα και τι ευλογοφανή πρόφασιν ευρήκε, διά να φέρη κοντά του και τούτον εδώ.

Αυτές τις μέρες η ζωή παρά πολλά της είχε ρίξει απάνω στην τρυφερή ψυχούλα της και σαν ανθάκι που ήτανε λύγισε απ’ την ορμή της μπόρας. . . Εκεί πούκλαιγε, σάλεψε η Βεργινία τα χείλια κ' έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό, βογκητό μακρόσυρτο τραγουδιστό σαν από κάποιαν πνοή αλυσοδεμένη που ξελύθηκε μ' αιματωμένες τις φτερούγες. . κι άνοιξε τα μάτια. . . Η Λιόλια πετάχτηκε κοντά της: -Αχ, Κυρία Βεργινία! ξυπνήσατε πάλι;-φώναξε, γέρνοντας απάνω της με τρέμουλη χαρά στη δακρυσμένη της φωνή.

Οι Τούρκοι λυσασμένοι Αχόρταγοι τους κυνηγούν ακόμα κ' εκεί πέρα. Εδώ ο Κώστας έχασε τον γέρο τον πατέρα. 'Σ το Βουργαρέλι οι χριστιανοί, οι Τούρκοι από κοντά τους. Οι Αγραφιώταις παρεκεί φυλάγουν τα βουνά τους.

Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα, με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι· κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου και στολισμένη με ταχνό της Κλεαρίστας πέπλο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Τα πουλιά εγνώρισαν τη φωνή της, εσυνάχθησαν τριγύρω της και εβιάσθησαν να τρυπώσουν αποκάτω από τα χαμόκλαδα, στρυμωμένα το ένα κοντά εις το άλλο, και άκουεν η Μηλιά τες εκατόν καρδούλες των να κτυπούν τακ-τακ σαν τα ρωλόγια εις το αργαστήρι του ρωλογά.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν