Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Στο λιμάνι χοροπηδούσαν οι βάρκες η μια κοντά στην άλλη κι απάνω στους βράχους ξηραινόντανε στον ήλιο σωροί ψάρια. Έξω σ' ένα ακρωτήρι του νησιού στεκόντανε μαζεμένοι μερικοί άντρες με πισσωμένα φορέματα, με ναυτικά κασκέτα και ψηλά ποδήματα και ταχτοποιούσαν αργά και προσεχτικά ένα σωρό μεγάλα ψάρια, που πρώτη φορά τα έβλεπα.

Χτες ήρθε και κάθησε κοντά μου κι ακκούμπησε το χέρι της στο δικό μου. — Πόσο πιο ευτυχισμένος θα είσουν, αν δεν είχες εμένα! είπε.

Έτσι επέρασα εις το γεύμα, κυρ κόκορα. ΠΕΤ. Δεν εκαλοπέρασες, ταλαίπωρε Μίκυλλε, αφού η τύχη σου σ' έρριξε κοντά εις εκείνον τον φλύαρον γέροντα. ΜΙΚ. Άκουσε τώρα και το όνειρον. Έβλεπα ότι ο Ευκράτης ήτο άτεκνος και απέθανε.

Ω αν είστε σεις, γελάτε μου, γελάτε μου· ο αυλός μου, τη δροσερή σας τη χαρά μες στην αυγή λαλεί· κι ανίσως έκοψες γι' αυτόν τ' αγριόροδα εδώ μπρος μου σκύψε κοντά και στόλισ' τον γύρω μ' αυτά, καλή. Ορθό στέκεσαι αντίκρυ μου, ολόμορφο βουνό, βουνό με τ' άσπρα μάρμαρα και τα σγουρά τα πεύκα, γλαρό, ιλαρό προς το γλαυκόν υψώνεσαι ουρανό και λιγερόκορμο καθώς των λαγκαδιών σου η λεύκα.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής.

Την παίρνουνε λοιπόν τη Λενιώ βράδυ βράδυ και τη βγάζουν όξω, και την αφίνουν ίσια ίσια κοντά στ' αμπέλι μας, στην ακρογιαλιά. Εγώ τότες ακούγω κλάματα, και πάω να δω τι τρέχει. Χώνουμαι ανάμεσ' από τις καλαμιές, σκύβω, και τι να δω! Τη Λενιώ του Καλαφάτη! Την ανέβασ' από τον τοίχο κρυφά κρυφά. Δεν ήξερ' ακόμα τι έτρεχε, θάρρεψα πως τους ξέφυγε η μικρή.

Και την ταχυνή, οντέν επέρασες από κοντά μου και δεν εγύρισες να με ξανοίξης ... Μα δεν ήκουσες απού σου μίλησα; Ο Μανώλης εχαμήλωσε τα μάτια του και δεν απήντησε. — Θα μάκουσες, μα ήθελες να με σκάσης κ' εγώ μόνο κατέω τον καϋμό που πήρα! — Ετσά τώκαμα, στα ψώματα ... είπεν ο Μανώλης γελών και αισχυνόμενος συγχρόνως. — Α! στα ψώματα! ... πεισματικά μούκανες! ... είπεν η Πηγή σείουσα τον λιχανόν.

Τον δε Σιμωνίδην, ο οποίος κατήγετο από την Κω, τον έπειθε και τον εκρατούσε διαρκώς κοντά του με το να δίδη μεγάλους μισθούς και άφθονα δώρα.

Και το πλατύχωρο του τόπου, η λαμπρότη κ' η μεγαλοπρέπεια των χαλασμάτων ύστερ' από τόσες χιλιάδες χρόνια αφ' όντας χτίσθηκαν, τα στολίδια κ' η μονέδες οπού ξεθάφτονται, κ' η θέση αυτή τους ακόμα κοντά στη λίμνη κι απάνω σε βουνό, μες τη μέση της χώρας των Μολοσσών και κατάστρατα του δερβενιού που φέρνει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία, δείχνουν πως, μια βολά, μεγάλη και περίφημη πολιτεία ηπειρωτική ακούονταν εδώ δα, που ποιος ξέρει πότε θα να φανερωθούν τάχα το όνομά της κ' η ιστορία της.

Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο, Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος· Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας. Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι, Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο, Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη. Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει, Και μαζί του ημερών η γαλήνη· Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι, Το χειμώνα κοντά προμηνόντας,

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν