Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ο Αγαθούλης του απάντησε: — Είδα πολύ χειρότερα· αλλ' ένας σοφός, που κατόπι του συνέβη το δυστύχημα να τον κρεμάσουνε, μ' έμαθε, πως όλ' αυτά είναι θαυμάσια· οι ήσκιοι ενός ωραίου πίνακος. Ο κρεμασμένος σας κορόιδευε τον κόσμο, είπε ο Μαρτίνος· οι ήσκιοι σας είναι στίγματα φοβερά. — Οι άνθρωποι κάνουνε τα στίγματα, είπε ο Αγαθούλης, και δε μπορούνε να κάνουνε και αλλιώς.

Κατόπι όμως αυτά. Είπαμε κάτι για τα συστήματά του. Πάντα γέρικα είταν κι ασκητικά. Πάντα σπουδή και μελέτη. Θεολογία, νόμος, μουσική, αρχιτεχτονική, φιλοσοφία, όλα τα κάτεχε. Κατά τα τέλη της ζωής του όμως, και μάλιστα ύστερ' από το μεγάλο θανατικό του έχτου αιώνα, είχε καταντήσει ακόμα πιο μοναχικός, πιο τραβηγμένος.

Ο Ζήνωνας ως τόσο, αν και καθώς είδαμε ευεργετημένος από τον Αρμάτιο, δεν τον αφήκε να το πολυχαρή σαν ξανανέβηκε το θρόνο· μόνε αφού τονέ διόρισε στρατηγό του, έβαλε κατόπι και τον ξεπάστρεψαν. Ο πιο σημαντικώτερος υπουργός του Ζήνωνα είταν ο Ίλλος. Μα μήτε αυτόνα δεν τον έβλεπε ο Αυτοκράτορας με καλό μάτι, παρά μάλιστα και τον παραμόνευε από την αρχή της δεύτερης βασιλείας του.

Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140 δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον! και, αν τύχη κάποιος των θνητώντην δύναμί του αυθάδης να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι• ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145

Ο στοχασμός καταργείται, δε χρειάζεται. Η λογική αναποδογυρίζεται, είναι περιττή. Ο συλλογισμός είναι σειρά φράσες που περπατούν κοντά και καταπόδι, σαν κανένα καραβάνι καμήλες στην έρημο, η μια κατόπι από την άλλη, και τις σέρνει, ποιος φαντάζεστε; Ένας γάιδαρος! Η έρημο είναι το μυαλό μας. Ο γάιδαρος η λογική μας.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό.

Πολύ ωραία το είπε ο νέος ο ποιητής, που θακουστή κατόπι τόνομά του . Το είπε ο Βλαστός τόσο καλά. που του ζήτησα την άδεια ναντιγράψω αφτά του τα λόγια. Ναι! την απόλυτη ομορφιά γυρέβει κι ο αττικισμός που λάθος στην καθαρέβουσα δε θέλει. Την απόλυτη ομορφιά γυρέβουμε και μεις που θέλουμε τη γλώσσα μας ακέρια.

Τότε ήθε πάλι ασηκωθούν και τρίτη να παλέψουν, μα τρέχει και τους σταματάει ατός του ο Αχιλέας «Σώνει, μην πολεμάτε πια και σπάζεστε του κάκου. 735 Πάρτεείναι η νίκη ισόβαρηίσα κι' οι διο βραβεία και σύρτε, τι έχουν κι' άλλοι τους ν' αγωνιστούν κατόπιΕίπε, κι' αφτοί τον άκουσαν, κι' απ' τα κορμιά σκουπίζουν τη σκόνη κι' έπειτα ξανά τα ρούχα τους φορούνε.

Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν