Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ώσπου να κατέβη στην Ελενόπολη χεροτέρεψε η αρρώστια. Ακόμα λίγο, και κατάντησε αγιάτρευτη. Προβλέποντας τότες το τέλος του, πήγε στην Εκκλησιά και ξομολογήθηκε μεγαλόφωνα· κ' είχε κάμποσες αμαρτίες να τους πη. Θέλησε κατόπι να βαφτιστή.
Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του.
Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145 και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια, η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν, και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι• και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150 εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων, εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα. λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων• και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155 τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη, ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν•
Τον πήγαν στο Newgate, για να τον μεταφέρουν κατόπι στις αποικίες. Σε μια σελίδα ενός παληού του δοκιμίου είχε φαντασθή τον εαυτό του «φυλακισμένο στη Horsemonger Gaol με καταδίκη σε θάνατο», γιατί δεν είχε μπορέσει να νικήση τον πειρασμό να κλέψη μερικούς Μάρκους Αντωνίους απ' το Βρεττανικό Μουσείο για να συμπληρώση τη συλλογή του.
Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.
Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα.
Έμεινε εκεί κάμποσο και δίδασκε· δίδασκε όχι μονάχα τα λόγο του Θεού, παρά και τα χρέη των πολιτικών αρχόντων από Βασιλέα και κάτω. Δε σταμάτησε όμως μήτ' εδώ ο Γρηγόριος. Ανέβηκε πολύ μεγαλήτερα αξιώματα, κι απόλαψε μεγαλήτερες δόξες. Θα τον ξαναβρούμε κατόπι. Ας περάσουμε τώρα στην άλλη την όψη της εποχής του Βάλεντα, την πολιτική και την πολεμική. ΕΧΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ούννοι και Γότθοι
Τρέχω λοιπό σαν αστραπή στο καλύβι και τους λέω να μη νοιάζουνται, μόνο να κάθουνται μέσα κρυμμένοι, κ' οι Τούρκοι δε θανέβουν ως εκεί απάνω. Ξαναγυρίζω κατόπι τρεχάτος στο σπίτι να πάρω τη γυναίκα μου με το μικρό μικρό και να φύγω. Ζυγώνω δε ζυγώνω, και τι να δω! Τούρκοι γεμάτο το σπίτι, και μόλις πρόφτασα να δω τη Φωτεινή μου που την κουβαλούσανε με τον Κωστάκη στην αγκαλιά της!
ΧΟΡΟΣ Σωπαίνω κι ό, τι ν’ το γραφτό μ’ όλους ας πάθω. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αντίς εκείν’ αυτό σου προτιμώ το λόγο, κι ακόμα επίσης απ’ τ’ αγάλματα τραβήξου και κάμ’ αυτό που σου ζητώ° κ’ έτσι κατόπι θεάρεστον άγιο ολολυγμό να παιανίσης, ελληνική συνήθεια θυσίας ύμνο, θάρρος στους φίλους, βγάζοντας εχθρών το φόβο.
Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145 «Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία, μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν