Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, 'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα, και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•
Ποιος τους τρελλάθηκε να τον καταδώση! Μια ώρα να γυρίση μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο Πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατά στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέββατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλική — που σαν πλερωμένη μοιρολογούσε — η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές.
Δέφτερος τότες ναν τον φάει χοιμίζει ο Αχιλλέας, 595 μα ο Φοίβος δεν τον άφισε τη νίκη ν' απολάψει, τι τον Αγήνορα άρπαξε, και σκεπαστό μ' αντάρα όξω να πάει τον έστειλε χαρούμενο απ' τη μάχη. Κατόπι του Πηλιά το γιο αλάργεβε οχ το πλήθος μ' απάτη· τι όλος μιάζοντας ο προφυλάχτης Φοίβος 600 σαν το λεβέντη Αγήνορα, κινάει κι' ομπρός του τρέχει γοργά, κι' εκείνος χύθηκε ξοπίσω κυνηγώντας.
Ο Κακαμπός τους έβαλε να φάνε βρώμη κοντά στη φυλλωσιά, έχοντας πάντα τα μάτια του σ' αυτά από φόβο κανενός ξαφνικού. Ο Αγαθούλης φίλησε τον ποδόγυρο του ράσου του διοικητή και κατόπι καθήσανε στα τραπέζι. — Είστε λοιπόν Γερμανός; του είπε Γερμανικά ο Ιησουίτης. — Μάλιστα, αιδεσιμώτατε πάτερ, είπεν ο Αγαθούλης.
Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για που ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι.
Άλλο του έργο ακόμα πιο σημαντικώτερο, το μεγάλο το Τείχος πούστησε έξω κ' έξω από τα προτερινά τειχίσματα της Πρωτεύουσας, να διαφεντεύη κάθε ξωχώρι από Σλάβους κι από Βουλγάρους, μα κι από τους Φοιδεράτους ακόμα· τετρακόσα είκοσι στάδια από τη Μαύρη θάλασσα ως την Προποντίδα, και με πύργους στεριούς από τόπο σε τόπο, που τους αποτέλειωσε κατόπι ο Ιουστινιανός.
Κανείς δε συλλογίστηκε τη σκηνή αυτή και πως μπορούσε να του κάμη τόση εντύπωση. Ό,τι όμως έγινε κατόπι δεν το πρόσεξε ο Σβεν. Κι όταν έπειτα τον ρωτούσε κανείς τι είδε στο θέατρο, απαντούσε μόνο: — Είδα το θάνατο. Είταν ένας μεγάλος, ψηλός σκελετός και μπορούσε και μιλούσε. Και κρατούσε ένα δρεπάνι στο χέρι. Αυτήν την ανάμνηση ο Σβεν την έδεσε μαζί με την εικόνα της πομπής του θανάτου.
Του κάκου πολέμησε κατόπι ο Μαξιμιανός να τον ξαναφέρη στα μεγαλεία της βασιλείας. «Νάβλεπες, του μήνησε, τα ωραία κρουμπιά μου, που με τα χέρια μου τάχω φυτεμένα, δε θα με παρακινούσες να την αφήσω τέτοια ζωή». Κ' έτσι έμεινε ο αμαρτωλός ο γέρος στα Σάλωνα ώσπου απέθανε στα 313. Σαν τραβήχτηκαν οι δυο γέροι, απόμεινε φυσικά ο Γαλέριος κι ο Κωστάντιος ο Χλωρός, κ' έγιναν Αύγουστοι στα 305.
Και για κυβέρνα του ο λαός και γης καλό κομάτι του χάρισε απ' τα διαλεχτά, μ' αμπέλι και χωράφι. 195 Μα όταν κι' αφτόν τον μίσησαν όλοι οι θεοί κατόπι, 200 αφτός γυρνούσε έτσι έρημος στο Γυριστόνε κάμπο. και με καημένη την καρδιά τ' απόμερα ζητούσε. 202 Κι' εκείνη τρία τούκανε παιδιά, η βασιλοπούλα, 196 τον Ίσαντρο, κι' Απόλοχο, τη Λαοδάμη τρίτη.
Κ' εκεί που ο Σιδημούντος ζούσε ειρηνικά σαν κάθε υπήκοος του Αυτοκράτορα, σηκώνεται στο ποδάρι κι αυτός, και με πονηρό στρατήγημα κυριεύει το Δυρράχι. Κατόπι τονέ ζυγώνει κι ο Θοδορίχος. Έρχεται εκεί άνθρωπος από τον πρέσβη τον Αδαμάντιο με παράπονα πως απάνω στη διαπραγμάτεψη σηκώθηκε, πάλε ο Θοδορίχος κι άρχισε τα συνηθισμένα του, και με μήνημα να προσμένη ώσπου νάρθη ο πρέσβης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν