Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
ΑΣΤ. Ώρσαι πενήντα φάσκελα.... ντελόγκο όξου εύγα, Μομέντο δώ να μη σταθής.. άμε καλλιά σου φεύγα, Μα τζ' Άγιους Πάντες παρευτύς θε να σε αρεστάρω, Γιαμά και ς' το κριτήριο θε να σε ακουζάρω, Π' ούσαι χασάπης μοναχά, μπόγιας κι' ιμποστόρος· Κ' όχι χειρούργος καθώς λες, και μάμος και δετόρος. ΙΑΤ. Ω φούτρε σάκρε νον δε διού. γιατί δε με παγάρεις; Γιατί με βρίζεις Κύργιγιε;
— Μεγάλο, μικρό... η φορτούνα το σπρώχνει κατά 'δώ. — Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος. — Ποιος μπορεί να διακρίνη; Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως. — Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θε μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά; ...ο Χριστός το στέλνει.
Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.
Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση, 'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης 'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• «Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης, κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω, αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385 και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους• στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας• αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα, θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390 μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».
Και όμως 'ς ένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, — Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! — 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χε 'ς του δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, — εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα.
Έκλαψε απαρηγόρητη τρεις 'μέραις και τρεις νύχταις. Αράδιασε το λείψανο 'ς ολόχρυσο σιντόνι Κ' εκάλεσε ένα γλήγορο χιονάτο περιστέρι Αθώο, αθώο σαν κι' αυτή, το μόνο σύντροφό της Και το επαράγγειλε πιστά, και τέτοια του 'μιλάει: — Άνοιξε τα φτερούγια σου, μικρό μου περιστέρι, Και θε να πας γι' αγάπη μου σε μακρυνό ταξείδι.
«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι! πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν• και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε 35 την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε• κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία, να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση, ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, 40 άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση. αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου δεν άλλαξε• κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».
Μ' αληθινά φοβήθηκα, γιατ' είπα μήπως είνε κανένα ψάρι 'ξωτικό ή ψάρι μαγεμμένο. Προσεκτικά ξεκάρφωσα ταγκίστρι από τα χείλη, μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι· τώρριξα απάνω σ' τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα πως δε θε να πατήσω πια σ' το πέλαγος το πόδι, παρά θα ζήσω σ' τη στεριά με το χρυσάφι πούχω. Τα είδ' αυτά και 'ξύπνησα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν