Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Σταυροκοπήθηκαν όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που είταν η αιτία της συλλογής τους, κι' είπαν η κάθε μια χωριστά: — Γλύσε μας, Θε μ'! — Αχ! καημένη!
ΑΝΑΤ. Πλάτζα μάτζκα ντε είναι· μόσκοβο άνταμ φραντζέζο, εγκλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραΐμ πασσά — άκουσες τώρα; ΑΛΒ. Πρα, πού να το κάψης το καράβγιες; στο Κότρο; ΑΝΑΤ. Τι τα πη κότρο; ΧΙΟΣ. Στην Κόρθο άματις θε να πη — όσκαι, στο Νιόκαστρο. ΚΡΗΣ. Έμαθα το δα κι' εγώ· πούρι δεδίμ. ΠΕΛ. Τώρα ναι, χρειάζεται να κάμουμε ένα γλέττι. ΑΝΑΤ. Τι; τζουμπούσι; άιντεν τε!!! άμμα να κάτζουμε όλοι σ' ένα σουφρά.
Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι, κ’ εγώ για τ’ άλλα ημεροσκόπου πιστό μάτι θε να ’χω και μαθαίνοντας σωστά ’πό μένα το κάθε τι από κει άβλαβος τέλεια θα ’σαι.
Κτύπησε καλά τα πόδια, δυνατά να περπατάνε, 'ς όλες μας ντροπή θε νάνε, αν οι άνδρες μας τσακώσουν και μας νοιώσουν• Τυλιχθήτε όσο παίρνει• στρέφετε κάθε φορά δεξιά κι' αριστερά, κι' όλο γρήγορα τραβάτε μη μας έλθη συφορά. Τώρα στη παληά τη θέσι είμαστε κοντά πολύ, που βρεθήκαμε τη νύχτα για να πάμε στη Βουλή.
Επειδή δε προ ετών είχε φονεύσει ακουσίως ένα χριστιανόν, είχε μεταβή εις το Άγιον Όρος και έγεινεν ασκητής· εκείθεν επανελθών προ ολίγου καιρού είχεν αρχίσει να διδάσκη, προσπαθών να επαναγάγη τους Μωαμεθανούς της Κρήτης εις την θρησκείαν, εξ ης οι πρόγονοί των είχαν αποσκιρτήσει. Αι γυναίκες, αίτινες είχαν πλησιάσει και ηκροώντο τα λεγόμενα, εσταυροκοπήθησαν ψιθυρίζουσαι: — Δόξα νάχης, Θε μου!
Να τόνε κλαιν τα μάτια της, να τον φιλούν' τα χείληα!! Νάτην, αρχίζει η &έξοδος&. 'Ξυπνούν' του οχτρού τ' ασκέρια, Και η φωναίς κι ο αλαλαγμός ακούγονται 'ς τ' αστέρια. Όσοι γλυτώσαν, γλύτωσαν. Τους άλλους σκοτωμένους Μέσα 'ς τα Τούρκικα κορμιά, αγνώριστους, θαμμένους, Θε να τους κλάψη αύριο η αυγή με τη δροσιά της.
Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη, αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του, ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του.
Ακόμα δεν απόκαμεν ο ουρανός γυρνώντας να σέρνη και να φέρνη εδώ τους μήνες και τους χρόνους· πολλά θα σύρουν άρματα τάλογα τα βαρβάτα· και θα φανή κι ο νικητής που ωδή θε να του πλέξω· και θάν' οι νίκες του τρανές σαν του Αχιλλέως τις νίκες ή σαν τις νίκες του Αίαντος πέρα στην πεδιάδα πούν' ο Σιμόεις ποταμός, πούνε κι ο τάφος του Ίλου.
Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25 «Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία, τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω, ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο. τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30 να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης;»
Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195 και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 «Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου, ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν