Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια, 15 να! δάκρια χύνοντας θερμά του γέρου ο γιος Νεστόρου προβάλλει ομπρός του κι' έφερνε τα θλιβερά μαντάτα «Ωχού γιε τ' άρχοντα Πηλιά, ω τι είδηση θ' ακούσεις, φαρμάκι, που έτσι ας είτανε ποτές να μη θε τύχει! Έπεσε ο Πάτροκλος ... γυμνό να σώσουν πολεμάνε 20 το σώμα· τ' άρματα έμειναν στου Έχτορα τα χέρια

Τότε έτσι μούρθε το σπαθί να πάρω ναν τον σφάξω, μα κάπιος με ξεχόλιασε θεός θυμίζοντάς μου την καταδίκη του λαού, του κόσμου τις βλαστήμιες, 460 α θε με λεν πατροφονιά παντού μες στην Ελλάδα· Μα ο γέρος να μου βαργομάει κι' εγώ στο σπίτι πάντα να σουρταφέρνω, πια η καρδιά δε βάσταε μου στα στήθια.

Τώρα θε νάχης σπίτι σου σοφού γιατρού το σπίτι που ξέρει μύρια γιατρικά και διώχνει τις αρρώστιες· αντάμα με τους Ίωνας στη Μίλητο θα μένης έτσι για νάχη η Θεύγενη το πιο ώμορφο ταδράχτι και να με φέρνη πάντοτε μέσ' την ενθύμησή της εμένα τον τραγουδιστή και τον καλό της φίλο. Όποιος σε 'δή στα χέρια της να λέη: Μεγάλη, αλήθεια, μεγάλη χάρη απόκτησε με το μικρό του δώρο.

Παίζει το μάτι μ' το δεξί· μήπως την ανταμώσω; Θα γύρω δίπλα στη φτελιά και θε να τραγουδήσω κ' ίσως γυρίση να με 'δη· δεν είνε δα από πέτρα. Την Αταλάντη θέλοντας να πάρη ο Ιππομένης, παράβγηκε στο τρέξιμο κ' είχε στα χέρια μήλα, κ' ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ' εκείνη.

Θε μου, Άι-Προκόπη μου. — Αχ! Παναγία μου! Πριν αρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος εξόπισθεν του βράχου προέκυψεν, ο Κουμπής. — Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου. Έλα μαζί μας, Λελούδα. — Να 'ρθή; πού να 'ρθή; Σε καλό σου, Κουμπή, ετόλμησε να ψελλίση η Κουμπίνα. — Σύρε στο σπίτι σου, Κουμπίνα, επανέλαβεν ο σύζυγός της. — Λελούδα, έλα θα πάμε στην φεργάδα.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Λόγου χάριν πώς παίζει. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ναι, και πώς του αρέσει να πίνη, να σπαθοκοπά, να θεουλίζη, να μαλόνη, να βλέπη αμαρτωλαίς· να φθάσης ημπορείς ως αυτού. ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Τούτο αν ειπούμε, Κύριε, θε να τον ατιμάσωμε.

Κ' έχω πολλά λαφάκια με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ' αρκουδάκια. Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ' έχω χάρισμά σου, Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηληά μου. Μπροστά σε τόσα πούχω 'γώ, ποιος με τη θέλησή του θα προτιμάη τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;

« Αν αρχινήσω και σας 'πω » Ταις μάχαις πώχω κάμει » Τι θε να 'πήτε;» — » ω, . . κ' εγώ » Αν θα σας 'πω, παιδιά μου » Το πώς μου 'τσάκισε ο Αλή » Πασσάς τα κόκκαλά μου, » Φώναξε ο Δράκος, · θα χυθούν. » Τα δάκρυα σας ποτάμι.» « Βελεστινέ · μου!

Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: — Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! — Και σ' έδωκε μια πεντάρα, και μ' εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε: — Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! — Πού το ήξευρε, πως ύστερ' από τρεις μήνες θε να σ' άφην' ορφανό!

Ψυχήν αγνήν ωσάν τα κρίνα, των σπουργιτιώνε την αστοχασιά κι' όπως κι' εκείνα, από τον Κύριον να περιμένω να φροντίση και με τι θε να με θρέψη και με τι θα με ποτίση.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν