Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Την πίστι των Θεών ότι παράτησε και τώρα στης μαγείες δόθηκε, όπου οι δούλοι πιστεύουν, οι τρελλοί, οι αρρωστιάρηδες κι' οι μούλοι. ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Βδομάδες έχει στο παλάτι να πατήση. Έγινε λένε, Χριστιανός. Να σε πολυχρονήση δεν παρουσιαζόταν στης θυσίες όταν έλειπες. Μαζί του πήρε και σέρνει και τον Νέστορα. Αλλοί του! Θε να τον κάψω ζωντανό, τ' ορκίζομαι!

Κι' είπε ο Δόλονας με κλάματα στα μάτια «Πάρτε με τώρα ζωντανό, και ξαγορά κατόπι σας δίνω να λεφτερωθώ· μας έχει εμάς το σπίτι χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο. Για ξαγορά μου ο γέρος μου πολλά θα σας μετρήσει, 380 αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβιαΤότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε «Θάρρος, δεν έχει θάνατο να συλλογιέται ο νους σου.

Μοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρη τρέλλα! Μακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Και τάχα μοναχά οι ανθρώποι είνε σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είνε κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους.

Γιατί έλαμψε απ’ του Παρνασού την κορυφή τη χιονισμένη χρησμός, όπου προστάζει μας να βρούμε το φονιά, γιατί συχνάζει στ’ άγρια τα δασωμένα μέρη, στ’ άντρα, στους βράχους και σαν ταύρος με το πόδι του, το δύστυχο ο δυστυχισμένος, το μάντευμα το Δέλφιον, που από τον ομφαλόν της γης εστάλη, μακριά να διώξη θέλει. Όμως το θεϊκό μάντευμα πετάει πάντα ζωντανό τριγύρω απ’ τον δυστυχισμένον. Στροφή β΄

Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, καλέ, ζωντανό! Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο αδιάθετος ή ασθενής.

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Μια μέρα όμως, ή μήπως ήταν νύχταδεν είχε πια την αίσθηση του χρόνουτου φάνηκε πως είχε φτάσει στο τοιχάκι του φράχτη στο μικρό κτήμα, ψηλά στο φρύδι με τα καλάμια και πως είχε ξαπλώσει βαρύς επάνω στις πέτρες. Τα καλάμια θρόιζαν σκύβοντας μέχρις αυτόν για να τον αγγίξουν, για να τον γλείψουν με τα φύλλα τους που είχαν κάτι το ζωντανό, σα δάχτυλα, σα γλώσσες.

Καλοκαίρι καιρός π' άναβε το χώμα, και σε λίγο ο μύλος πήρε λαμπάδα, φούντωσε ο καπνός, έτριξαν τα ξύλα και γκρεμίζουνταν οι τοίχοι από δω κι από κει. Ο Λιάκος αγάλι αγάλια απ' το δοκάρι τράβηξε στον τοίχο, έκατσε κοντά στο φεγγίτη. Τον έπνιγε η φωτιά, ο καπνός, μα σώθηκε. Όντας άρχισε να κατακάθεται η φωτιά, ζύγωσαν οι Τούρκοι. Κάνουν έτσι και τον βλέπουν ζωντανό, σκύλιασαν. Ίσα να τον σκοτώσουν.

Αρματώνονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά. Έπιαναν έτσι σαν οχτροί τα βοσκοτόπια απάνου. Λημέριαζαν, ξενύχτιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Εκείνοι εχυμούσαν με χουγιακτά και με ποδοβολή κ' έβγαζαν τα κοπάδια από τα βοσκοτόπια. Τούτοι πάλι πετιώνταν από τα ριζιμιά που παραφύλαγαν το ζωντανό βιο τους κ' έπαιρναν ομπροστά σαν τραγιά τους κυνηγητάδες.

Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν