Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. 255 εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260 κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι• κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος• «Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα• ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265 πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν• ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270 'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170 'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».
Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 «Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».
Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, 'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· «Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν 'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».
Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290 σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι, ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας, αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει 'ς την θείαν Ίλιο πρότερα• 'ς άλλους καιρούς οι νέοι, λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295 τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος 'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300 αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα, την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του. τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305 «Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο! το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν, ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». 310
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135 «Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις. πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος! ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140 ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145
Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε, και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να, αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν