Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάη το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήση ο Θεός να γείνω και γω κάτι. Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Είτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός είταν που με βάφτισε Πολίτη , ο κανάγιας».

Του λεγα γω: «Ωρέ Ζόγα, Μην παίρνης το Παλιόκαστρο τ' είνε γιομάτο αβδέλα, Ρήμαξε τόσους πιστικούς, έλατην Καμαρίνα». Αυτός δε μ' άκουσε,... και πάει. Είδες τον Καρτζονίκα; — Τον είδα, αυτός είνε καλά, είχε τον γέννον πρώιμον, Είνε κι ο τόπος του ξερκός, αβαραγκιά κι' αγρίλι. — Εμείς πώς πάμε σήμερα; — Με τον Θεού το χέρι Χιλιάζουν τα κοπάδια μας.

Ήρθα να σας φέρω τους φιλικούς του χαιρετισμούς. Έτσι βρέθηκα και γω μέσα σ' αφτό το Συνέδριο. Τη σημερνή μου τη χαρά τη χρωστώ και κείνηνα στη Γαλλία. Δεν έχω δίκιο να σας λέω που την αγαπώ σα μητέρα; Τώρα όμως μπορώ να πω που αγαπώ την Πόλη σαν πολυλατρεμένη μου γιαγιά. Μην έχετε φόβο κανένα!

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γώ. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θεά της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.

Να, είπεν επιτέλους ο Μανώλης, δε μ' αφίνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ. — Αι! κεχάθηκαν η κοπελλιές; είπεν η χήρα. Τσοι Θωμαδιανούς τσοι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλής εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξης; Δε σε θέλουν ένα, μη τσοι θες δέκα. Ο Μανώλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε: — Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.

Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Πιε ντε ! πιε ναν το ξαραθυμίσης. — Και βέβαια θα πιω ! θα πιω ! γιατί όχι ; το παιδί μου παντρεύω σήμερα· το παιδί μου ! — Παιδί σου κι άλλη μια βολά. — Μη με σκας, γυναίκα ! μη με σκας και θα στο φωνάξω. Μα τον ύψιστο θα στο φωνάξω . . . — Τι θα φωνάξης ; — Τι ; να, ξέρω γω γιατ' είσαι θυμωμένη. — Γιατί ; — Ζηλεύεις τη νύφη απόψε· να γιατί! — Να χαθής, σκατζόχερα.

Τση τάπα 'γώ, καιρός περασμένος, τα όσα τση πρέπουνε κιαπό τότες δεν εμιλήσαμε· κια δε σύρη χέρι απού το παιδί μου, θα τήνε κάμω να φύγη απού το χωριό. Εγώ τηνε λυπούμαι έτσα που κατάντησε και δεν πιάνει άθρωπος χρουσό μήλο από τα χέρια τση, μα δεν ντρέπεται και καθόλου. Πετάχτηκα έξω, περισσότερο για να μην ακούω τα σκληρά λόγια της μάνας μου.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη. Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου! ‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις; Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν