Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Φοβούμαι, Κώστα, ότι δεν με αγαπάς, όπως πριν.. Η αγάπη σου λιγοστεύει, μικραίνει, αφότου ήλθαμεν εδώ. Και θέλεις να σου πω; Και από κει ακόμη. Τον πρώτο μήνα έκανες σαν τρελλός, ήσουν τόσο ερωτευμένος, τόσο πολύ, που μ' εστενοχωρούσε, σχεδόν με επλήγωνεν η αγάπη σου. Έπειτα όσω γω σ' αγαπούσα πειό πολύ, τόσο συ εγείνοσουν ψυχρότερος... Τώρα, αφότου ήλθαμεν εδώ...Θεέ μου, πώς φοβούμαι!
Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.
Ξαναείπε τα λόγια μου όλως διόλου χωρίς τόνο, αν και τα είχε ακούσει πολλές φορές προτήτερα, τα ξαναείπε σα να κλείνανε κάτι ακατανόητο και φώναξε άξαφνα: — Τότε έχεις αλλάξει. — Δεν το πιστεύω. — Ναι, έχεις αλλάξει. Αλλιώς πως είτανε δυνατό να πιστεύω πως η ζωή τελειώνει με το θάνατο; Εσύ μου το έμαθες. Γιατί τώρα δε θέλεις να πιστεύης ό,τι πιστεύω και γω;
Εμείς όμως που γράφουμε, που κάνουμε ρομάντσα, πρέπει να συλλογιστούμε καλά τη δουλειά, να την πιάσουμε αλλιώς, γιατί εμείς δασκάλοι δεν είμαστε· δε ζούμε στο γραφείο μας, περπατούμε στους δρόμους, γράφουμε για όλους, γράφουμε για τη ζωή, κ' έτσι πρέπει νακολουθούμε το λαό, το λαό και μόνο. Γι' αφτό είπα, και γω κι άλλοι μαζί μας, πως από τη φιλολογία θα βγη φως... Αισθητικαί θεωρίαι
Σκεπτότανε να μην πη στη γυναίκα του τη συνάντησή του με το Μόχοχλου και τα όσα ακολούθησαν, έως ότου θάβλεπε τρόπο να ξεμπλέξη. — Εκουράστηκες; είπεν η Σιφογιάννενα. Θωρείς τα δα; Καλά το φοβούμουνε 'γώ. Μα, καλορρίζικε άθρωπε, δε φοβάσαι την αμαρτία, τέτοια σκόλη πούνε; — Αι, ό,τι γίνηκε, γίνηκε, είπεν ο Σιφογιάννης κέπεσε σένα πεζούλι του σπιτιού. Άλλη φορά δε θα το κάμω.
Πού θα μ' αφήσης έρημη; Ούτε αδέρφια έχεις, ούτε κύρη να με περιμαζώξουνε κι' εγώ, σαν σε τελειώσουν, στην γης όταν κοκκαλωμένο σε ξαπλώσουν, η αρχοντογυναίκα 'γώ ζητειάνα θα γυρνώ και θα κρυώνω και θα πεινώ, πόρτα με πόρτα διακονεύοντας, 'πάνω στου δρόμου τα λιθόστρωτα τα γόνατά μου γδέρνοντας, 'γώ που σε στρώμα πουπουλένιο είχα το κορμί μου να ξαπλώνη, όπως ξέρεις, μαθημένο.
Όμως σε τέτοιες περίστασες γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά. Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης τούτης τα μάτια μου. Κι' ακούν τα μάτια τότες. Κι' αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μοναχά τα μάτια. Έννοιωθα 'γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της.
Σύρε να περιδρομιαστής κάτω στο μαγερειό, που ο χάρος μας τριγυρνάει και συ για την κοιλιά συλλογιέσαι. Κι ο καημένος ο Στεφανής! Κάτι σα να μυρίστηκα και γω στης Καλαματιανής το νυχτέρι. Αχ, και τι κόσμος! Πέτρα πάνω στην πέτρα κατακυλάνε τα πάθια του στο κεφάλι σου, και νου δε σου αφίνουνε να τον καλονοιώσης το χαλασμό που γίνεται ολοτρόγυρα. Τι κόσμος, τι κόσμος! Ταποταχύ πρωινή.
Ω Φοίβ', αποκτενούσι μ' αι κυνώπιδες γοργώπες ενέρων ιερίαι, δειναί θεαί. Ηλ: Ούτοι μεθήσω, χείρα δ' εμπλέξασ' εμήν σχήσω σε πηδάν δυστυχή πηδήματα. Ορ. Μέθες· μί' ούσα των εμών Ερινύων, μέσον μ' οχμάζεις, ως βάλης, εις Τάρταρον. Ηλ. Οι 'γώ τάλαινα, τίν' επικουρίαν λάβω.... επεί το θείον δυσμενές κεκτήμεθα; Ορ.
— Κυρ λοχία, να σ' αποκόψω και με το συμπάθειο κι όλας, βαρέθ' κε κάνας δικός μας; είπε με λαχανιασμένη φωνή ο κοντόχοντρος λεβέντης. — Βαρέθηκαν δυο· μιανού τόκοψαν το δάχτυλο, τ' αλλουνού του μπήκε η σφαίρα, να εδώ στην πλάτη, γω του την έβγαλα και γελούσε. Απ' τα σκυλιά λες; όσους θέλεις. — Ύστερα, κυρ λοχία; — Νύχτωσε. Ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτ' ένα ρούμι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν