Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Δεν θα πάνε!» Μα εγώ δεν έχω σκοπό ν' αφήσω σβυστό τον Χριστό, ίσα ίσα εις την γιορτή του. Θα πάρω το λαδάκι και τα κεράκια, και θα πάω. — Δεν κάθεσαι 'ς τα αυγά σου, λέω 'γώ; Πού θα πας χειμώνα καιρό; Κι' αν χιονίση; Κι' αν κλεισθής σ' τον βράχο εκεί χωρίς ψωμί; Δεν ακούς πώς χαίρεται ο κόσμος; Την στιγμήν εκείνην ηκούετο ευάρεστος κρότος θραυομένων καρύων και κοπανιζομένης κανέλλας.
ΕΥΝΙΚΗ. Μα την Κυθαιρία, τότε 'γώ περσότερο και από σένα και από τους Πρεσβυτέρους της εκκλησιάς σας, ποτισμένα μέσα μου έχω της δικής σας πίστης τα μεγάλα μυστικά!
Σα να μου μετάγγισε άμεσα κάτι από το αίστημά της ή σα να συναπαντηθήκανε οι στοχασμοί μας στο περασμένο, όπου μας αγκάλιαζε και τους δυο τόνειρο της ευτυχίας, κυριεύτηκα και γω από μια διάθεση ολότελα διαφορετική από την προτητερινή κ' ενώ έβαλε απαλά το χέρι γύρω στα λαιμό της και τη χάδεψα στο μάγουλο, είπα: — Τι συλλογίζεσαι; — Συλλογίζουμαι το πρώτο μας καλοκαίρι.
Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα. Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα!
Από την αυγή συγυρίστηκαν όλα. Κράλης. Ας πάγω να φιλήσω το χέρι της μάννας, κ' ύστερα σέρνω γω παραμπρός, να μην πολυβαστάξη το βάσανο. Αυτές οι δουλειές χρειάζουνται γληγοράδα. Κωστ. Έτοιμα όλα. Κεριάκο; Κερ. Όξω είνε τάλογ' αφεντικό, κι όλα τα προικιά φορτωμένα. Έχουμε, λέει, και κρύους κεφτέδες για το μισό το δρόμο. Κωστ. Αυτό σώνει για να γίνουν αστραπή τάλογά σου ως τα μισά.
Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γώ στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.
Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν. Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε: — Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε! — Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα! Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.
ΑΣΤ. Τριάντα χρόνους τώρα κλειώ, το φετεινό το θέρος, μη γλέπεις τα άσπρα μου μαλιά και τα άσπρα μου τα γένεια, η πίκραις μου τ' ασπρίσανε· και των πολέμων γ' έννοια, μα γώ για την αγάπη σου κυρά μ' τα κολορίρω , με τζη βαμμίναις τρίχαις μου σα νιος σε φαβορίρω . ΚΑΝ. Δεν κάμω έρωτα; ποτέ μου κύρ λελέγκο.
ΟΣΒ. Χίλιαις φοραίς καλλίτερα, κυρία... ΡΕΓ. Το γνωρίζω. Δεν αγαπά τον άνδρα της. Πολύ καλά το 'ξεύρω. Κι' ακόμη τώρα ύστερα που ήτον εδώ πέρα, κάτι αλλόκοταις 'ματιαίς κ' εκφραστικά σημεία εις τον Εδμόνδον έκαμνε. Γνωρίζεις τα κρυφά της! ΟΣΒ. Εγώ, κυρία! ΡΕΓ. 'Ξεύρω 'γώ εκείνο που σου λέγω. Ιδού λοιπόν. Τα λόγια μου καλά σημείωσέ τα. Ο άνδρας μου απέθανε. Εγώ και ο Εδμόνδος είμεθα σύμφωνοι.
Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ' εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!... ψου!... το εμαύλιζε... Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο. — Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!... ερέκαξε τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν