Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Τι να σου πω τώρα και γω, να τελειώσω; Πως σε ζουλέβω; Όχι, φίλτατε, δε σε ζουλέβω. Είναι αλήθεια, θα μου άρεζε πολύ να κατάφερνα και γω καμιάν Αμαρυλλίδα σαν τη δική σου, νάκαμνα τους στίχους που κάμνεις, να σου κάθιζα μια μέρα κανένα Γιο της Αστραπής ή καμιά Ηλιογέννητη κόρη · είναι αλήθεια, μου καίει την καρδιά που δεν το κατορθώνω· προσπαθώ και δεν μπορώ να σε ξεπεράσω. Μα δεν το λέω ζούλια.
Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του: — Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα. — Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μας;» του ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω!
Και με φωνήν ήρεμον και αποφασιστικήν εξεσφενδόνισε προς τον πατέρα του την εξής σοβαράν φράσιν: — Δεν τήνε παίρνω 'γώ την Πηγή! Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα, το οποίον εσήμανε: «Δε σου τάλεγα;» — Δεν τήνε παίρνεις; είπεν ο Σαϊτονικολής με φωνήν ημιπνιγμένην. Ο Μανώλης είχε σκύψει και απέξυε την επικαθημένην εις το υπόδημά του λάσπην. — Και γιάιντα, νάχωμε καλό ρώτημα;
Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.
Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.
Καλλίτερα η έχθρα των να κόψη την ζωήν μου, παρά να μη με αγαπάς, κι’ ο θάνατος ν' αργήση. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποιος σ' ωδήγησεν εδώ τον δρόμον σου να εύρης; ΡΩΜΑΙΟΣ Ο Έρως, που μου έδειξε τον τρόπον να τον μάθω· εκείνος έβαλε τον νουν, κ' έβαλα 'γώ τα μάτια.
ΣΤΕΦΑΝ. Δόσ' μου το χέρι σου, ολοένα αγριεύω. ΤΡΙΝΚ. Ω βασιλέα Στέφανε! ω συντεχνίτη! ω άξιε Στέφανε! Κύτταξε τι φορεσιές είναι έτοιμες για σένα εδώ! ΚΑΛΙΜΠ. Άφησ' τα, εσύ τρελλό, είναι παληοσκούτια. ΤΡΙΝΚ. Ω, ω, τέρας, εμείς ξέρουμε τι πάει να πη παληοσκούτι. Ω βασιλέα Στέφανε! ΣΤΕΦΑΝ. Άφησε κείνε το πανωφόρι· μα την αλήθεια, το θέλω γω. ΤΡΙΝΚ. Η εξοχότης σου ας το πάρη.
Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.
Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα: — Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου! Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ; Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.
Μα 'γώ η μαυρομοίρα σανήμενα απού τη Δεύτερη του Θωμά, όντεν έφυγες. Σε θώρουνα τότες απού το παραθύρι ώστε που φαινόσουν. Εσύ με 'δες; — Όλο στα παραθύρια σας θώρουνα, μα μπόρουν να σε δω, πούτουνε τα μάτια μου θελωμένα 'που τα δάκρυα; Το Βαγγελιό ενθουσιάστηκε. — Όμορφα 'που τα λες! Έκλαιες, παιδί μου; — Έκλαια σόλη τη στράτα. — Έκλαιες για το χωρισμό μας; — Ναι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν